Showing posts with label συμβουλές. Show all posts
Showing posts with label συμβουλές. Show all posts
Sunday, July 19, 2015
Πώς θα αγαπήσουν τα παιδιά τα βιβλία
Έρευνες έχουν δείξει ότι η διάθεση για ανάγνωση μειώνεται σταδιακά καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν και αυτό συνήθως οφείλετε σε έλλειψη ενδιαφέροντος, μαθησιακές δυσκολίες, προτίμηση ηλεκτρονικών παιχνιδιών και γενικά αρνητική στάση των μεγαλύτερων απέναντι στο διάβασμα.
Τι μπορείτε να κάνετε για να κάνετε τα παιδιά σας να διαβάζουν βιβλία, ειδικά τώρα που έχουν καλοκαιρινές διακοπές και άφθονο ελεύθερο χρόνο:
1. Βρείτε βιβλία που ενδιαφέρουν το παιδί σας
Όταν κυκλοφόρησαν τα βιβλία του Χάρι Πότερ πολλά παιδιά έτρεχαν να αγοράσουν τα βιβλία και οι γονείς αναρωτιόνταν αν τους προσφέρει κάτι τέτοιου είδους ανάγνωση! Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τα ημερολόγια ενός Σπασίκλα ή της Ξενέρωτης! Ναι, πάντα η ανάγνωση είναι καλή, ακόμα και αν πρόκειται για "εύκολα" βιβλία ακόμα και κόμικς!!
2. Μάντεψε το περιεχόμενο του βιβλίου
Σίγουρα υπάρχουν στα ράφια της βιβλιοθήκης σας βιβλία που τα παιδιά δεν έχουν ανοίξει ποτέ! Πάρτε ένα από αυτά και ζητήστε από το παιδί σας να φανταστεί το περιεχόμενο του βλέποντας το εξώφυλλο και διαβάζοντας τον τίτλο! Κάντε ερωτήσεις όπως: Ποιος θα πρωταγωνιστεί; Πώς φαντάζεσαι τον ήρωα; Πώς λες να τελειώνει η ιστορία; Ποιους πιστεύεις ότι θα συναντά; Με αυτό τον τρόπο είναι πολύ πιθανό το παιδί να θελήσει να διαβάσει την ιστορία γιατί θα του κινηθεί η περιέργεια!
3. Δώστε το καλό παράδειγμα
Αν το παιδί σας δεν σας βλέπει ποτέ να διαβάζετε, το πιο πιθανό να μην πιάσει στα χέρια του βιβλίο! Ξεκινήστε εσείς την ανάγνωση ενός βιβλίου και πείτε στο παιδί σας πόσο ωραία νοιώθετε με την ανάγνωση. Ακόμα και 15 λεπτά ανάγνωσης αρκούν στο ημερήσιο πρόγραμμα.
4. Βιβλιοθήκη
Φτιάξτε ένα όμορφο μέρος για να βάλετε τα βιβλία του παιδιού σας. Μπορείτε να βάλετε μαξιλάρια για να κάθετε να διαβάζει δίπλα από τη βιβλιοθήκη, ωραίο φως ή κάτι εντυπωσιακό που θα κάνει τον χώρο ελκυστικό.
5. Διαβάστε μαζί παίζοντας
Διαβάστε μαζί με το παιδί σας ένα κόμικ, μια ιστορία, ένα παραμύθι, κάνοντας διαφορετικές φωνές ανάλογα με τους ρόλους της ιστορίας.
Όταν αγοράσετε ένα καινούριο παιχνίδι, βάλτε το παιδί να διαβάσει και να σας εξηγήσει τους κανόνες!
Αν στο παιδί σας αρέσει η μαγειρική, βάλτε το να σας διαβάζει τα υλικά αλλά και την εκτέλεση της συνταγής σας!
Διαβάστε και τραγουδήστε τραγούδια!
6. Βιβλία από ταινίες
Στα παιδιά αρέσουν πολύ οι παιδικές ταινίες, άρα πολύ πιθανό να θελήσουν να διαβάσουν τα αντίστοιχα βιβλία που κυκλοφορούν. Μπορείτε μάλιστα αφού διαβάσουν και δουν την ταινία να συζητήσετε αν υπήρχαν διαφορές στην πλοκή, να ζητήσετε από τα παιδιά να σας πουν το πιο αστείο σημείο της ιστορίας, κάτι που τα εντυπωσίασε ή κάτι που δεν τους άρεσε!
7. Δημόσια ανάγνωση
Συχνά τα μεγάλα βιβλιοπωλεία διοργανώνουν εκδηλώσεις ανάγνωσης παιδικών βιβλίων από τους ίδιους τους συγγραφείς. Πηγαίνετε μαζί με τα παιδιά σας, ακούστε την ανάγνωση και αγοράστε βιβλία που τους αρέσουν.
8. Δημιουργία δικού σας παραμυθιού
Ξεκινήστε να γράφετε ένα παραμύθι μαζί με το παιδί σας! Επιλέξτε τους ήρωες, το χρόνο και τον τόπο της ιστορίας σας και φτιάξτε μια όμορφη ιστορία! Μπορείτε να την εμπλουτίσετε με αντίστοιχες ζωγραφιές και διαλόγους. Όταν ολοκληρώσετε, ζητήστε από το παιδί να σας διαβάσει το παραμύθι σας!
9. Εναλλακτική ανάγνωση
Βρείτε σελίδες με e-books με βιβλία με ήχους και εικόνες και παιχνίδια.
http://www.mikrosanagnostis.gr/
http://www.free-ebooks.gr/gre/tag/16
http://www.jele.gr/
10. Αγορά βιβλίων
Επισκεφτείτε ανά τακτά χρονικά διαστήματα κάποιο βιβλιοπωλείο και διαλέξτε 1-2 βιβλία για τα παιδιά σας. Μπορείτε μάλιστα να πηγαίνετε μαζί ώστε να επιλέγουν ποια βιβλία τους αρέσουν. Αφήστε να δουν την ποικιλία των βιβλίων και να βρουν αυτό που θέλουν να διαβάσουν.
* Της Σοφίας Τσιντσικλόγλου (Ειδική Παιδαγωγός / sofiatsin@gmail.com / paidagwgos.blogspot.gr)
Πηγή: paidagwgos.blogspot.gr
Monday, February 9, 2015
Raising a Moral Child
What does it take to be a good parent? We know some of the tricks for teaching kids to become high achievers. For example, research suggests that when parents praise effort rather than ability, children develop a stronger work ethic and become more motivated.
Yet although some parents live vicariously through their children’s accomplishments, success is not the No. 1 priority for most parents. We’re much more concerned about our children becoming kind, compassionate and helpful. Surveys reveal that in the United States, parents from European, Asian, Hispanic and African ethnic groups all place far greater importance on caring than achievement. These patterns hold around the world: When people in 50 countries were asked to report their guiding principles in life, the value that mattered most was not achievement, but caring.
Despite the significance that it holds in our lives, teaching children to care about others is no simple task. In an Israeli study of nearly 600 families, parents who valued kindness and compassion frequently failed to raise children who shared those values.
Are some children simply good-natured — or not? For the past decade, I’ve been studying the surprising success of people who frequently help others without any strings attached. As the father of two daughters and a son, I’ve become increasingly curious about how these generous tendencies develop.
Genetic twin studies suggest that anywhere from a quarter to more than half of our propensity to be giving and caring is inherited. That leaves a lot of room for nurture, and the evidence on how parents raise kind and compassionate children flies in the face of what many of even the most well-intentioned parents do in praising good behavior, responding to bad behavior, and communicating their values.
By age 2, children experience some moral emotions — feelings triggered by right and wrong. To reinforce caring as the right behavior, research indicates, praise is more effective than rewards. Rewards run the risk of leading children to be kind only when a carrot is offered, whereas praise communicates that sharing is intrinsically worthwhile for its own sake. But what kind of praise should we give when our children show early signs of generosity?
Many parents believe it’s important to compliment the behavior, not the child — that way, the child learns to repeat the behavior. Indeed, I know one couple who are careful to say, “That was such a helpful thing to do,” instead of, “You’re a helpful person.”
But is that the right approach? In a clever experiment, the researchers Joan E. Grusec and Erica Redler set out to investigate what happens when we commend generous behavior versus generous character. After 7- and 8-year-olds won marbles and donated some to poor children, the experimenter remarked, “Gee, you shared quite a bit.”
The researchers randomly assigned the children to receive different types of praise. For some of the children, they praised the action: “It was good that you gave some of your marbles to those poor children. Yes, that was a nice and helpful thing to do.” For others, they praised the character behind the action: “I guess you’re the kind of person who likes to help others whenever you can. Yes, you are a very nice and helpful person.”
A couple of weeks later, when faced with more opportunities to give and share, the children were much more generous after their character had been praised than after their actions had been. Praising their character helped them internalize it as part of their identities. The children learned who they were from observing their own actions: I am a helpful person. This dovetails with new research led by the psychologist Christopher J. Bryan, who finds that for moral behaviors, nouns work better than verbs. To get 3- to 6-year-olds to help with a task, rather than inviting them “to help,” it was 22 to 29 percent more effective to encourage them to “be a helper.” Cheating was cut in half when instead of, “Please don’t cheat,” participants were told, “Please don’t be a cheater.” When our actions become a reflection of our character, we lean more heavily toward the moral and generous choices. Over time it can become part of us.
When our actions become a reflection of our character, we lean more heavily toward the moral and generous choices. Over time it can become part of us.
Praise appears to be particularly influential in the critical periods when children develop a stronger sense of identity. When the researchers Joan E. Grusec and Erica Redler praised the character of 5-year-olds, any benefits that may have emerged didn’t have a lasting impact: They may have been too young to internalize moral character as part of a stable sense of self. And by the time children turned 10, the differences between praising character and praising actions vanished: Both were effective. Tying generosity to character appears to matter most around age 8, when children may be starting to crystallize notions of identity.
Praise in response to good behavior may be half the battle, but our responses to bad behavior have consequences, too. When children cause harm, they typically feel one of two moral emotions: shame or guilt. Despite the common belief that these emotions are interchangeable, research led by the psychologist June Price Tangney reveals that they have very different causes and consequences.
Shame is the feeling that I am a bad person, whereas guilt is the feeling that I have done a bad thing. Shame is a negative judgment about the core self, which is devastating: Shame makes children feel small and worthless, and they respond either by lashing out at the target or escaping the situation altogether. In contrast, guilt is a negative judgment about an action, which can be repaired by good behavior. When children feel guilt, they tend to experience remorse and regret, empathize with the person they have harmed, and aim to make it right.
In one study spearheaded by the psychologist Karen Caplovitz Barrett, parents rated their toddlers’ tendencies to experience shame and guilt at home. The toddlers received a rag doll, and the leg fell off while they were playing with it alone. The shame-prone toddlers avoided the researcher and did not volunteer that they broke the doll. The guilt-prone toddlers were more likely to fix the doll, approach the experimenter, and explain what happened. The ashamed toddlers were avoiders; the guilty toddlers were amenders.
Continue reading the main storyContinue reading the main storyContinue reading the main story
If we want our children to care about others, we need to teach them to feel guilt rather than shame when they misbehave. In a review of research on emotions and moral development, the psychologist Nancy Eisenberg suggests that shame emerges when parents express anger, withdraw their love, or try to assert their power through threats of punishment: Children may begin to believe that they are bad people. Fearing this effect, some parents fail to exercise discipline at all, which can hinder the development of strong moral standards.
The most effective response to bad behavior is to express disappointment. According to independent reviews by Professor Eisenberg and David R. Shaffer, parents raise caring children by expressing disappointment and explaining why the behavior was wrong, how it affected others, and how they can rectify the situation. This enables children to develop standards for judging their actions, feelings of empathy and responsibility for others, and a sense of moral identity, which are conducive to becoming a helpful person. The beauty of expressing disappointment is that it communicates disapproval of the bad behavior, coupled with high expectations and the potential for improvement: “You’re a good person, even if you did a bad thing, and I know you can do better.”
As powerful as it is to criticize bad behavior and praise good character, raising a generous child involves more than waiting for opportunities to react to the actions of our children. As parents, we want to be proactive in communicating our values to our children. Yet many of us do this the wrong way.
In a classic experiment, the psychologist J. Philippe Rushton gave 140 elementary- and middle-school-age children tokens for winning a game, which they could keep entirely or donate some to a child in poverty. They first watched a teacher figure play the game either selfishly or generously, and then preach to them the value of taking, giving or neither. The adult’s influence was significant: Actions spoke louder than words. When the adult behaved selfishly, children followed suit. The words didn’t make much difference — children gave fewer tokens after observing the adult’s selfish actions, regardless of whether the adult verbally advocated selfishness or generosity. When the adult acted generously, students gave the same amount whether generosity was preached or not — they donated 85 percent more than the norm in both cases. When the adult preached selfishness, even after the adult acted generously, the students still gave 49 percent more than the norm. Children learn generosity not by listening to what their role models say, but by observing what they do.
Credit Rutu Modan
To test whether these role-modeling effects persisted over time, two months later researchers observed the children playing the game again. Would the modeling or the preaching influence whether the children gave — and would they even remember it from two months earlier?
The most generous children were those who watched the teacher give but not say anything. Two months later, these children were 31 percent more generous than those who observed the same behavior but also heard it preached. The message from this research is loud and clear: If you don’t model generosity, preaching it may not help in the short run, and in the long run, preaching is less effective than giving while saying nothing at all.
People often believe that character causes action, but when it comes to producing moral children, we need to remember that action also shapes character. As the psychologist Karl Weick is fond of asking, “How can I know who I am until I see what I do? How can I know what I value until I see where I walk?”
Adam Grant is a professor of management and psychology at the Wharton School of the University of Pennsylvania and the author of “Give and Take: Why Helping Others Drives Our Success.”
Yet although some parents live vicariously through their children’s accomplishments, success is not the No. 1 priority for most parents. We’re much more concerned about our children becoming kind, compassionate and helpful. Surveys reveal that in the United States, parents from European, Asian, Hispanic and African ethnic groups all place far greater importance on caring than achievement. These patterns hold around the world: When people in 50 countries were asked to report their guiding principles in life, the value that mattered most was not achievement, but caring.
Despite the significance that it holds in our lives, teaching children to care about others is no simple task. In an Israeli study of nearly 600 families, parents who valued kindness and compassion frequently failed to raise children who shared those values.
Are some children simply good-natured — or not? For the past decade, I’ve been studying the surprising success of people who frequently help others without any strings attached. As the father of two daughters and a son, I’ve become increasingly curious about how these generous tendencies develop.
Genetic twin studies suggest that anywhere from a quarter to more than half of our propensity to be giving and caring is inherited. That leaves a lot of room for nurture, and the evidence on how parents raise kind and compassionate children flies in the face of what many of even the most well-intentioned parents do in praising good behavior, responding to bad behavior, and communicating their values.
By age 2, children experience some moral emotions — feelings triggered by right and wrong. To reinforce caring as the right behavior, research indicates, praise is more effective than rewards. Rewards run the risk of leading children to be kind only when a carrot is offered, whereas praise communicates that sharing is intrinsically worthwhile for its own sake. But what kind of praise should we give when our children show early signs of generosity?
Many parents believe it’s important to compliment the behavior, not the child — that way, the child learns to repeat the behavior. Indeed, I know one couple who are careful to say, “That was such a helpful thing to do,” instead of, “You’re a helpful person.”
But is that the right approach? In a clever experiment, the researchers Joan E. Grusec and Erica Redler set out to investigate what happens when we commend generous behavior versus generous character. After 7- and 8-year-olds won marbles and donated some to poor children, the experimenter remarked, “Gee, you shared quite a bit.”
The researchers randomly assigned the children to receive different types of praise. For some of the children, they praised the action: “It was good that you gave some of your marbles to those poor children. Yes, that was a nice and helpful thing to do.” For others, they praised the character behind the action: “I guess you’re the kind of person who likes to help others whenever you can. Yes, you are a very nice and helpful person.”
A couple of weeks later, when faced with more opportunities to give and share, the children were much more generous after their character had been praised than after their actions had been. Praising their character helped them internalize it as part of their identities. The children learned who they were from observing their own actions: I am a helpful person. This dovetails with new research led by the psychologist Christopher J. Bryan, who finds that for moral behaviors, nouns work better than verbs. To get 3- to 6-year-olds to help with a task, rather than inviting them “to help,” it was 22 to 29 percent more effective to encourage them to “be a helper.” Cheating was cut in half when instead of, “Please don’t cheat,” participants were told, “Please don’t be a cheater.” When our actions become a reflection of our character, we lean more heavily toward the moral and generous choices. Over time it can become part of us.
When our actions become a reflection of our character, we lean more heavily toward the moral and generous choices. Over time it can become part of us.
Praise appears to be particularly influential in the critical periods when children develop a stronger sense of identity. When the researchers Joan E. Grusec and Erica Redler praised the character of 5-year-olds, any benefits that may have emerged didn’t have a lasting impact: They may have been too young to internalize moral character as part of a stable sense of self. And by the time children turned 10, the differences between praising character and praising actions vanished: Both were effective. Tying generosity to character appears to matter most around age 8, when children may be starting to crystallize notions of identity.
Praise in response to good behavior may be half the battle, but our responses to bad behavior have consequences, too. When children cause harm, they typically feel one of two moral emotions: shame or guilt. Despite the common belief that these emotions are interchangeable, research led by the psychologist June Price Tangney reveals that they have very different causes and consequences.
Shame is the feeling that I am a bad person, whereas guilt is the feeling that I have done a bad thing. Shame is a negative judgment about the core self, which is devastating: Shame makes children feel small and worthless, and they respond either by lashing out at the target or escaping the situation altogether. In contrast, guilt is a negative judgment about an action, which can be repaired by good behavior. When children feel guilt, they tend to experience remorse and regret, empathize with the person they have harmed, and aim to make it right.
In one study spearheaded by the psychologist Karen Caplovitz Barrett, parents rated their toddlers’ tendencies to experience shame and guilt at home. The toddlers received a rag doll, and the leg fell off while they were playing with it alone. The shame-prone toddlers avoided the researcher and did not volunteer that they broke the doll. The guilt-prone toddlers were more likely to fix the doll, approach the experimenter, and explain what happened. The ashamed toddlers were avoiders; the guilty toddlers were amenders.
Continue reading the main storyContinue reading the main storyContinue reading the main story
If we want our children to care about others, we need to teach them to feel guilt rather than shame when they misbehave. In a review of research on emotions and moral development, the psychologist Nancy Eisenberg suggests that shame emerges when parents express anger, withdraw their love, or try to assert their power through threats of punishment: Children may begin to believe that they are bad people. Fearing this effect, some parents fail to exercise discipline at all, which can hinder the development of strong moral standards.
The most effective response to bad behavior is to express disappointment. According to independent reviews by Professor Eisenberg and David R. Shaffer, parents raise caring children by expressing disappointment and explaining why the behavior was wrong, how it affected others, and how they can rectify the situation. This enables children to develop standards for judging their actions, feelings of empathy and responsibility for others, and a sense of moral identity, which are conducive to becoming a helpful person. The beauty of expressing disappointment is that it communicates disapproval of the bad behavior, coupled with high expectations and the potential for improvement: “You’re a good person, even if you did a bad thing, and I know you can do better.”
As powerful as it is to criticize bad behavior and praise good character, raising a generous child involves more than waiting for opportunities to react to the actions of our children. As parents, we want to be proactive in communicating our values to our children. Yet many of us do this the wrong way.
In a classic experiment, the psychologist J. Philippe Rushton gave 140 elementary- and middle-school-age children tokens for winning a game, which they could keep entirely or donate some to a child in poverty. They first watched a teacher figure play the game either selfishly or generously, and then preach to them the value of taking, giving or neither. The adult’s influence was significant: Actions spoke louder than words. When the adult behaved selfishly, children followed suit. The words didn’t make much difference — children gave fewer tokens after observing the adult’s selfish actions, regardless of whether the adult verbally advocated selfishness or generosity. When the adult acted generously, students gave the same amount whether generosity was preached or not — they donated 85 percent more than the norm in both cases. When the adult preached selfishness, even after the adult acted generously, the students still gave 49 percent more than the norm. Children learn generosity not by listening to what their role models say, but by observing what they do.
Credit Rutu Modan
To test whether these role-modeling effects persisted over time, two months later researchers observed the children playing the game again. Would the modeling or the preaching influence whether the children gave — and would they even remember it from two months earlier?
The most generous children were those who watched the teacher give but not say anything. Two months later, these children were 31 percent more generous than those who observed the same behavior but also heard it preached. The message from this research is loud and clear: If you don’t model generosity, preaching it may not help in the short run, and in the long run, preaching is less effective than giving while saying nothing at all.
People often believe that character causes action, but when it comes to producing moral children, we need to remember that action also shapes character. As the psychologist Karl Weick is fond of asking, “How can I know who I am until I see what I do? How can I know what I value until I see where I walk?”
Adam Grant is a professor of management and psychology at the Wharton School of the University of Pennsylvania and the author of “Give and Take: Why Helping Others Drives Our Success.”
Thursday, January 15, 2015
Η εκπαιδευτική συμβουλή του Αϊνστάιν: Διαβάστε στα παιδιά σας πολλά παραμύθια
Έχει γραφτεί επανειλημμένως ότι μια νεαρή μητέρα ρώτησε τον Αϊνστάιν τι θα μπορούσε να κάνει για να προετοιμάσει καλύτερα το πεντάχρονο παιδί της για το σχολείο και τη ζωή. Ήρεμος και χαμογελαστός, ο μεγάλος φυσικός της απάντησε: «Να του λέτε παραμύθια».
«Καλά τα παραμύθια, αλλά τι άλλο;» απόρησε η νέα μητέρα. «Πολλά παραμύθια», επέμεινε ο άνθρωπος που σφράγισε τη σύγχρονη επιστήμη. Και όταν η μητέρα ρώτησε τρίτη φορά, κάπως δύσπιστα: «Καλά, εντάξει, αλλά και τι άλλο;», ο Αϊνστάιν είπε πως «δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο. Μονάχα κι άλλα παραμύθια. Πάρα πολλά παραμύθια».
«Καλά τα παραμύθια, αλλά τι άλλο;» απόρησε η νέα μητέρα. «Πολλά παραμύθια», επέμεινε ο άνθρωπος που σφράγισε τη σύγχρονη επιστήμη. Και όταν η μητέρα ρώτησε τρίτη φορά, κάπως δύσπιστα: «Καλά, εντάξει, αλλά και τι άλλο;», ο Αϊνστάιν είπε πως «δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο. Μονάχα κι άλλα παραμύθια. Πάρα πολλά παραμύθια».
Sunday, August 31, 2014
Ποιά είναι η καλύτερη ηλικία για να ξεκινήσει το παιδί μου Αγγλικά ;
Έχετε παρακολουθήσει ποτέ ενήλικα με πτυχία και γνώσεις να προσπαθεί με πολύ κόπο να μάθει μια ξένη γλώσσα; Έχετε εκπλαγεί ποτέ με μωρά που μιλούν δυο γλώσσες άπταιστα; Σας φαίνεται παράλογο να βασανίζεται ένας ενήλικας να κάνει αυτό που τόσο αυθόρμητα κατορθώνει ένα μωρό; Κι όμως σε σχέση με την εκμάθηση των ξένων γλωσσών, έτσι είναι τα πράγματα.
Η ξένη γλώσσα δεν είναι Ιστορία ή Μαθηματικά για να σε βοηθήσει η θέληση, η πείρα και η επιμονή στην εκμάθησή της. Είναι μια γλώσσα σαν τη μητρική και η φύση έχει φροντίσει να την μαθαίνουμε πολύ νωρίς στη ζωή μας. Οι γλώσσες μαθαίνονται όλες με τον ίδιο μηχανισμό και πρέπει να κατακτηθούν όταν η ηλικία είναι κατάλληλη για την εκμάθηση της γλώσσας γενικά. Αυτή η ηλικία είναι η προσχολική με μια περίοδο τελειοποίησης που διαρκεί μέχρι και 12 χρόνια. Αν προσπαθήσουμε να μάθουμε μια γλώσσα σαν ενήλικες σπάνια θα μπορέσουμε να την μάθουμε τέλεια.
Μέχρι πρόσφατα, οπότε αναπτύχθηκε η έρευνα για την ανάπτυξη του εγκεφάλου, οι απόψεις πάνω στο θέμα ήταν συγκρουόμενες. Από πολύ παλιά όμως, ακόμη και πριν το επιβεβαιώσει η εκπαιδευτική έρευνα, είχε ελκύσει το ενδιαφέρον των εκπαιδευτικών το γεγονός ότι πολλά παιδάκια μεταναστών μιλούσαν άπταιστα δυο γλώσσες, ενώ για τους γονείς τους ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να μάθουν τη γλώσσα της νέας τους πατρίδας. Τουλάχιστον δεν ήταν τόσο εύκολο όσο για τα παιδιά τους. Στη Σουηδία, όπου υπάρχουν παιδικοί σταθμοί για τα παιδιά των μεταναστών και όπου διδάσκονται μέχρι και 3 γλώσσες ταυτόχρονα, μπορείς να δεις τρίχρονα παιδιά να μιλάνε 3 γλώσσες άπταιστα. Ο άνθρωπος μπορεί να μάθει όσες γλώσσες θέλει, αρκεί να έρθει σε επαφή με τις γλώσσες αυτές στην κατάλληλη ηλικία. Και η κατάλληλη ηλικία είναι η προσχολική. Αν κατά τη διάρκεια αυτής της ηλικίας το παιδί έρχεται σε επαφή με 5 γλώσσες, θα μάθει 5. Αν έρθει σε επαφή με μία μόνο γλώσσα, θα μάθει μία.
Γιατί η προσχολική ηλικία είναι η πιο κατάλληλη για την εκμάθηση των γλωσσών.
Σύμφωνα με τη Jeanette Vos, συγγραφέα του βιβλίου The Learning Revolution, και άλλους ερευνητές που μελέτησαν την ανάπτυξη του εγκεφάλου, όπως ο Dryden, μας δίνονται 3 ευκαιρίες για την εκμάθηση της γλώσσας.
Η πρώτη ευκαιρία δίνεται από τη φύση μέχρι την ηλικία των 6 μηνών. Σε αυτούς τους 6 μήνες το μωρό μαθαίνει μέχρι και 70 ήχους στους οποίους θα βασίσει την ομιλία της γλώσσας. Μετά τους 6 μήνες σταδιακά χάνει την ικανότητα του να ακούει καινούργιους ήχους και να τους ξεχωρίζει και φυσικά δεν μπορεί αργότερα να προφέρει ήχους που δεν ακούει. Επομένως η πόρτα που οδηγεί στην τέλεια προφορά των ήχων μιας γλώσσας κλείνει οριστικά λίγο μετά τους πρώτους μήνες της ζωής ενός μωρού. Αργότερα μπορεί να αντιληφθεί τους ήχους μιας νέας γλώσσας περίπου όπως ένας κουφός προσπαθεί να κατακτήσει την ομιλία. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα από προσωπική εμπειρία. Στην ηλικία των 20 άρχισα να μαθαίνω Ισπανικά. Υπάρχει στην Ισπανική γλώσσα ένα διπλό ρ που προφέρεται ιδιαίτερα έντονα και που παρόμοιος ήχος δεν υπάρχει ούτε στην Ελληνική ούτε στην Αγγλική γλώσσα που ήδη ήξερα. Ποτέ δεν μπόρεσα να προφέρω σωστά αυτό το διπλό ρ, παρόλο που με τη λογική μου είχα αντιληφθεί τη διαφορά του ρ και του διπλού ρ. Απλά δεν μπορούσα να ακούσω αυτή τη διαφορά. Αργότερα κατάλαβα ότι στα 20 χρόνια είχε κλείσει προ πολλού η πόρτα του εγκεφάλου μου που οδηγούσε στην αφομοίωση των ήχων. Και σε σας φυσικά θα έχει συμβεί να προσπαθείτε να μάθετε μια ξένη λέξη και να μην μπορείτε να την επαναλάβετε αφού δεν ξεχωρίζετε τους ήχους καθαρά.
Η δεύτερη ευκαιρία για την εκμάθηση της γλώσσας δίνεται στον άνθρωπο μέχρι τα 3 του χρόνια. Μέχρι αυτή την ηλικία θέτονται οι βάσεις για τη γλώσσα, τον τρόπο σκέψης, την όραση και τον ιδιαίτερο τρόπο που βλέπει ο καθένας μας τον κόσμο και λέγεται προσωπικότητα. Έτσι μέχρι τα 3 χρόνια μπορεί το άκουσμα των ήχων να δυσχεραίνει, αλλά όσον αφορά τη δομή και το λεξιλόγιο η γλώσσα, μπορεί να κατακτηθεί τόσο εύκολα και αυθόρμητα όσο και η πρώτη. Σε αυτή την ηλικία βέβαια την εκμάθηση της γλώσσας την υποβοηθούν και άλλες δεξιότητες που ενισχύουν γενικά τη μάθηση. Τα μικρά παιδιά μαθαίνουν χρησιμοποιώντας όλη τους την ύπαρξη. Μαθαίνουν με την όραση, τους ήχους, τη γεύση, την αφή, τη μυρωδιά, την πράξη. Γι αυτό τα ακούσματα, τις γεύσεις και τις μυρωδιές της παιδικής μας ηλικίας δεν τις ξεχνάμε ποτέ και πάντα μας προκαλούν ένα ευχάριστο συναίσθημα. Επιπλέον αν σε όλη μας τη ζωή έχουμε 100% ικανότητα για μάθηση, τον πρώτο χρόνο εξαντλούμε το 50%, μέχρι τα 8 μας χρόνια το άλλο 30% και μένει ένα 20% για την υπόλοιπη ζωή μας. Δεν είναι, λοιπόν, παράλογο να πούμε ότι ένα παιδί μπορεί να μάθει μέχρι και 5 γλώσσες στα πρώτα χρόνια της ζωής του αφού η ικανότητά του για μάθηση μπορεί να συγκριθεί με την ικανότητα ενός σφουγγαριού να απορροφά νερό.
Η τρίτη ευκαιρία για την εκμάθηση μιας άλλης γλώσσας δίνεται μέχρι τα 8, οπότε συνεχίζεται η θαυμαστή ικανότητα του παιδιού για αφομοίωση πληροφοριών, η έμφυτη περιέργεια του για νέες εμπειρίες και η ανάπτυξη του εγκεφάλου που επιτρέπει διαφοροποιήσεις σε ό, τι έχει ήδη εδραιωθεί. Μετά τα 12 χρόνια όλες οι πόρτες κλείνουν, επειδή η αρχιτεκτονική του εγκεφάλου έχει ήδη ολοκληρωθεί.
Φυσικά ο άνθρωπος συνεχίζει να μαθαίνει με τη νοημοσύνη και τη σοφία αλλά όσα μαθαίνει διαμορφώνονται σύμφωνα με τις βάσεις που τέθηκαν τα πρώτα 12 χρόνια της ζωής του. Άρα και οι ξένες γλώσσες μαθαίνονται βασιζόμενες στην πρώτη, πράγμα που θέτει εμπόδια αφού κάθε γλώσσα έχει τη δική της λογική που συχνά είναι αντίθετη με τη λογική των άλλων γλωσσών.
Γιατί να ξεκινήσει αγγλικά το παιδί από τόσο μικρή ηλικία
Τα παιδιά ξεκινούν να μαθαίνουν τα Αγγλικά όπως έμαθαν τη μητρική τους γλώσσα, δηλαδή μαθαίνουν πρώτα να ξεχωρίζουν και να αντιλαμβάνονται τους ήχους της γλώσσας και στη συνέχεια να μιλούν.
Μαθαίνουν ευχάριστα και ξεκούραστα χωρίς πίεση ή μελέτη στο σπίτι. Καθώς δεν ασχολούνται με την ανάγνωση ή τη γραφή ακόμα, έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν πολύ τον προφορικό λόγο.Η χρονιά αυτή αποτελεί μια μοναδική και αξέχαστη εμπειρία για το παιδί. Θα το κάνει να αγαπήσει την Αγγλική γλώσσα και θα έχει θετική επίδραση στις μετέπειτα σπουδές του.Τα παιδιά που έχουν παρακολουθήσει Νηπιακά τμήματα πριν ξεκινήσουν την Junior A’ (Α’ Προκαταρκτική) έχουν μεγάλη εμπειρία της γλώσσας, προσαρμόζονται γρήγορα και εύκολα στις απαιτήσεις της επόμενης τάξης και γίνονται άριστοι μαθητές.Κάθε χρόνο οι μαθητές των Νηπιακών τμημάτων εντυπωσιάζουν τους γονείς τους με την ικανότητά τους να μιλούν την Αγγλική γλώσσα με υπέροχη προφορά μετά από λίγους μόνο μήνες μάθημα.
M. K.
• Ψυχολόγος – Ειδική Παιδαγωγός. Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου. Κοινωνική Πολιτική της Εκπαίδευσης [από το περιοδικό PARENTS-ΜΑΡΤΙΟΣ 2010]
Η ξένη γλώσσα δεν είναι Ιστορία ή Μαθηματικά για να σε βοηθήσει η θέληση, η πείρα και η επιμονή στην εκμάθησή της. Είναι μια γλώσσα σαν τη μητρική και η φύση έχει φροντίσει να την μαθαίνουμε πολύ νωρίς στη ζωή μας. Οι γλώσσες μαθαίνονται όλες με τον ίδιο μηχανισμό και πρέπει να κατακτηθούν όταν η ηλικία είναι κατάλληλη για την εκμάθηση της γλώσσας γενικά. Αυτή η ηλικία είναι η προσχολική με μια περίοδο τελειοποίησης που διαρκεί μέχρι και 12 χρόνια. Αν προσπαθήσουμε να μάθουμε μια γλώσσα σαν ενήλικες σπάνια θα μπορέσουμε να την μάθουμε τέλεια.
Μέχρι πρόσφατα, οπότε αναπτύχθηκε η έρευνα για την ανάπτυξη του εγκεφάλου, οι απόψεις πάνω στο θέμα ήταν συγκρουόμενες. Από πολύ παλιά όμως, ακόμη και πριν το επιβεβαιώσει η εκπαιδευτική έρευνα, είχε ελκύσει το ενδιαφέρον των εκπαιδευτικών το γεγονός ότι πολλά παιδάκια μεταναστών μιλούσαν άπταιστα δυο γλώσσες, ενώ για τους γονείς τους ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να μάθουν τη γλώσσα της νέας τους πατρίδας. Τουλάχιστον δεν ήταν τόσο εύκολο όσο για τα παιδιά τους. Στη Σουηδία, όπου υπάρχουν παιδικοί σταθμοί για τα παιδιά των μεταναστών και όπου διδάσκονται μέχρι και 3 γλώσσες ταυτόχρονα, μπορείς να δεις τρίχρονα παιδιά να μιλάνε 3 γλώσσες άπταιστα. Ο άνθρωπος μπορεί να μάθει όσες γλώσσες θέλει, αρκεί να έρθει σε επαφή με τις γλώσσες αυτές στην κατάλληλη ηλικία. Και η κατάλληλη ηλικία είναι η προσχολική. Αν κατά τη διάρκεια αυτής της ηλικίας το παιδί έρχεται σε επαφή με 5 γλώσσες, θα μάθει 5. Αν έρθει σε επαφή με μία μόνο γλώσσα, θα μάθει μία.
Γιατί η προσχολική ηλικία είναι η πιο κατάλληλη για την εκμάθηση των γλωσσών.
Σύμφωνα με τη Jeanette Vos, συγγραφέα του βιβλίου The Learning Revolution, και άλλους ερευνητές που μελέτησαν την ανάπτυξη του εγκεφάλου, όπως ο Dryden, μας δίνονται 3 ευκαιρίες για την εκμάθηση της γλώσσας.
Η πρώτη ευκαιρία δίνεται από τη φύση μέχρι την ηλικία των 6 μηνών. Σε αυτούς τους 6 μήνες το μωρό μαθαίνει μέχρι και 70 ήχους στους οποίους θα βασίσει την ομιλία της γλώσσας. Μετά τους 6 μήνες σταδιακά χάνει την ικανότητα του να ακούει καινούργιους ήχους και να τους ξεχωρίζει και φυσικά δεν μπορεί αργότερα να προφέρει ήχους που δεν ακούει. Επομένως η πόρτα που οδηγεί στην τέλεια προφορά των ήχων μιας γλώσσας κλείνει οριστικά λίγο μετά τους πρώτους μήνες της ζωής ενός μωρού. Αργότερα μπορεί να αντιληφθεί τους ήχους μιας νέας γλώσσας περίπου όπως ένας κουφός προσπαθεί να κατακτήσει την ομιλία. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα από προσωπική εμπειρία. Στην ηλικία των 20 άρχισα να μαθαίνω Ισπανικά. Υπάρχει στην Ισπανική γλώσσα ένα διπλό ρ που προφέρεται ιδιαίτερα έντονα και που παρόμοιος ήχος δεν υπάρχει ούτε στην Ελληνική ούτε στην Αγγλική γλώσσα που ήδη ήξερα. Ποτέ δεν μπόρεσα να προφέρω σωστά αυτό το διπλό ρ, παρόλο που με τη λογική μου είχα αντιληφθεί τη διαφορά του ρ και του διπλού ρ. Απλά δεν μπορούσα να ακούσω αυτή τη διαφορά. Αργότερα κατάλαβα ότι στα 20 χρόνια είχε κλείσει προ πολλού η πόρτα του εγκεφάλου μου που οδηγούσε στην αφομοίωση των ήχων. Και σε σας φυσικά θα έχει συμβεί να προσπαθείτε να μάθετε μια ξένη λέξη και να μην μπορείτε να την επαναλάβετε αφού δεν ξεχωρίζετε τους ήχους καθαρά.
Η δεύτερη ευκαιρία για την εκμάθηση της γλώσσας δίνεται στον άνθρωπο μέχρι τα 3 του χρόνια. Μέχρι αυτή την ηλικία θέτονται οι βάσεις για τη γλώσσα, τον τρόπο σκέψης, την όραση και τον ιδιαίτερο τρόπο που βλέπει ο καθένας μας τον κόσμο και λέγεται προσωπικότητα. Έτσι μέχρι τα 3 χρόνια μπορεί το άκουσμα των ήχων να δυσχεραίνει, αλλά όσον αφορά τη δομή και το λεξιλόγιο η γλώσσα, μπορεί να κατακτηθεί τόσο εύκολα και αυθόρμητα όσο και η πρώτη. Σε αυτή την ηλικία βέβαια την εκμάθηση της γλώσσας την υποβοηθούν και άλλες δεξιότητες που ενισχύουν γενικά τη μάθηση. Τα μικρά παιδιά μαθαίνουν χρησιμοποιώντας όλη τους την ύπαρξη. Μαθαίνουν με την όραση, τους ήχους, τη γεύση, την αφή, τη μυρωδιά, την πράξη. Γι αυτό τα ακούσματα, τις γεύσεις και τις μυρωδιές της παιδικής μας ηλικίας δεν τις ξεχνάμε ποτέ και πάντα μας προκαλούν ένα ευχάριστο συναίσθημα. Επιπλέον αν σε όλη μας τη ζωή έχουμε 100% ικανότητα για μάθηση, τον πρώτο χρόνο εξαντλούμε το 50%, μέχρι τα 8 μας χρόνια το άλλο 30% και μένει ένα 20% για την υπόλοιπη ζωή μας. Δεν είναι, λοιπόν, παράλογο να πούμε ότι ένα παιδί μπορεί να μάθει μέχρι και 5 γλώσσες στα πρώτα χρόνια της ζωής του αφού η ικανότητά του για μάθηση μπορεί να συγκριθεί με την ικανότητα ενός σφουγγαριού να απορροφά νερό.
Η τρίτη ευκαιρία για την εκμάθηση μιας άλλης γλώσσας δίνεται μέχρι τα 8, οπότε συνεχίζεται η θαυμαστή ικανότητα του παιδιού για αφομοίωση πληροφοριών, η έμφυτη περιέργεια του για νέες εμπειρίες και η ανάπτυξη του εγκεφάλου που επιτρέπει διαφοροποιήσεις σε ό, τι έχει ήδη εδραιωθεί. Μετά τα 12 χρόνια όλες οι πόρτες κλείνουν, επειδή η αρχιτεκτονική του εγκεφάλου έχει ήδη ολοκληρωθεί.
Φυσικά ο άνθρωπος συνεχίζει να μαθαίνει με τη νοημοσύνη και τη σοφία αλλά όσα μαθαίνει διαμορφώνονται σύμφωνα με τις βάσεις που τέθηκαν τα πρώτα 12 χρόνια της ζωής του. Άρα και οι ξένες γλώσσες μαθαίνονται βασιζόμενες στην πρώτη, πράγμα που θέτει εμπόδια αφού κάθε γλώσσα έχει τη δική της λογική που συχνά είναι αντίθετη με τη λογική των άλλων γλωσσών.
Γιατί να ξεκινήσει αγγλικά το παιδί από τόσο μικρή ηλικία
Τα παιδιά ξεκινούν να μαθαίνουν τα Αγγλικά όπως έμαθαν τη μητρική τους γλώσσα, δηλαδή μαθαίνουν πρώτα να ξεχωρίζουν και να αντιλαμβάνονται τους ήχους της γλώσσας και στη συνέχεια να μιλούν.
Μαθαίνουν ευχάριστα και ξεκούραστα χωρίς πίεση ή μελέτη στο σπίτι. Καθώς δεν ασχολούνται με την ανάγνωση ή τη γραφή ακόμα, έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν πολύ τον προφορικό λόγο.Η χρονιά αυτή αποτελεί μια μοναδική και αξέχαστη εμπειρία για το παιδί. Θα το κάνει να αγαπήσει την Αγγλική γλώσσα και θα έχει θετική επίδραση στις μετέπειτα σπουδές του.Τα παιδιά που έχουν παρακολουθήσει Νηπιακά τμήματα πριν ξεκινήσουν την Junior A’ (Α’ Προκαταρκτική) έχουν μεγάλη εμπειρία της γλώσσας, προσαρμόζονται γρήγορα και εύκολα στις απαιτήσεις της επόμενης τάξης και γίνονται άριστοι μαθητές.Κάθε χρόνο οι μαθητές των Νηπιακών τμημάτων εντυπωσιάζουν τους γονείς τους με την ικανότητά τους να μιλούν την Αγγλική γλώσσα με υπέροχη προφορά μετά από λίγους μόνο μήνες μάθημα.
M. K.
• Ψυχολόγος – Ειδική Παιδαγωγός. Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου. Κοινωνική Πολιτική της Εκπαίδευσης [από το περιοδικό PARENTS-ΜΑΡΤΙΟΣ 2010]
Saturday, August 23, 2014
Εκμάθηση ξένων γλωσσών στα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες
Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες μπορούν να μάθουν ξένες γλώσσες; Μπορούν! Συχνά μάλιστα μαθαίνουν ευκολότερα τα αγγλικά από ότι τα ελληνικά, επειδή για παράδειγμα τα αγγλικά δεν χρειάζονται τόνους ούτε έχουν 5 διαφορετικά "ι"...! Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν έχουν δυσκολίες. Οι κυριότερες είναι:
Στη γραφή
- σύγχυση γραμμάτων που μοιάζουν οπτικά b-d, p-d, m-n, p-q
- σύγχιση γραμμάτων που μοιάζουν ακουστικά π.χ. p-b, d-b, d-t, g-j
- παραποίηση λέξεων που μοιάζουν
- μετατόπιση συλλαβών
- αντικαθιστούν γράμματα που μοιάζουν ακουστικά
- γράφουν μόνο τα γράμματα που ακούνε σε μια λέξη
- δυσκολεύονται στη δομή προτάσεων
- μεγάλη δυσκολία στους χρόνους των ρημάτων
- μεγάλη δυσκολία στην εκμάθηση των ανώμαλων ρημάτων (αυτά εξάλλου είναι δύσκολα και για τους μαθητές χωρίς μαθησιακές δυσκολίες!)
Στην ανάγνωση
- διαβάζουν σαν....ρομπότ!
- αντικαθιστούν λέξεις με παρόμοιες
- χάνουν τη σειρά στο κείμενο
- δεν κατανοούν όσα διαβάζουν
Μερικές συμβουλές για καθηγητές ξένων γλωσσών:
* Χρησιμοποιήστε την πολυαισθητηριακή μέθοδο που συνδυάζει ήχους, εικόνες, αφή κλπ.
Για παράδειγμα χρησιμοποιήστε εικόνες για εκμάθηση λεξιλογίου. Βάλτε το παιδί να ζωγραφίσει τη λέξη που διδάσκετε, να φτιάξει μικρές προτάσεις ζωγραφίζοντας το νόημα τους.
* Χρησιμοποιήστε ήχους, π.χ. τον ήχο της βροχής, του γαβγίσματος, την κόρνα κλπ διδάσκοντας την αντίστοιχη λέξη.
* Χρησιμοποιήστε διαφορετικά χρώματα για να ξεχωρίσετε γράμματα ή συλλαβές που μπερδεύουν συχνά.
* Φτιάξτε λίστες λέξεων που ταιριάζουν
π.χ. η λίστα των φρούτων
Βάλτε τα παιδιά να αντιστοιχίσουν την κάθε λέξη με το ανάλογο φρούτο
* Φτιάξτε λίστες με τα πιο συχνά ρήματα και επίθετα.
* Οργανώστε τα ανώμαλα ρήματα ανάλογα με την κατάληξη που παίρνουν
π.χ. buy - bought bite - bitten
fight - fought broke - broken
bring - brought choose - chosen
* Τονίστε το τμήμα των λέξεων που πρέπει να προσέξουν τα παιδιά, αυτό δηλαδή που συχνά συγχέουν στον προφορικό λόγο.
* Κάντε το μάθημα ευχάριστο, διαδραστικό και ενδιαφέρον!
* Μάθετε τους τραγούδια! Τα παιδιά συνήθως ακούνε ξένη μουσική. Δώστε τους να διαβάσουν και να μάθουν κάποια γνωστά και όμορφα αγγλικά τραγούδια.
* Να είστε υπομονετικοί και να τους δίνετε το απαραίτητο χρονικό περιθώριο για τις ασκήσεις
* Μην φορτώνεται τα παιδιά με πολλές ασκήσεις για το σπίτι
* Κάντε συχνές επαναλήψεις σε σημαντικά πράγματα όπως οι χρόνοι των ρημάτων.
Σοφία Τσιντσικλόγλου
Ειδική Παιδαγωγός
sofiatsin@gmail.com
paidagwgos.blogspot.gr
Sunday, June 15, 2014
Τα συμπτώματα της δυσαναγνωσίας
Δυσκολία στην ανάγνωση / δυσαναγνωσία Μερικά παιδιά παρουσιάζουν την μαθησιακή δυσκολία της ανάγνωσης, γνωστή ως δυσαναγνωσία. Συχνά αυτή συνυπάρχει με τη δυσλεξία ή άλλη μαθησιακή δυσκολία.
Τα σημάδια που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το παιδί μας έχει πρόβλημα στην ανάγνωση είναι:
έντονο κόμπιασμα και παύσεις
επαναλαμβάνει γράμματα ή συλλαβές των λέξεων
διαβάζει λάθος τις λέξεις και δεν αυτοδιορθώνεται
χάνει τη σειρά του κειμένου
δυσκολεύεται στην ανάγνωση πολυσύλλαβων ή ασυνήθιστων λέξεων
παραλείπει, μεταθέτει, προσθέτει, γράμματα ή συλλαβές ή λέξεις δεν έχει κατανοήσει πλήρως τη λέξη ή την πρόταση ή το κείμενο μετά την ανάγνωση του
συλλαβίζει δυσκολεύεται να διαβάσει ακόμα και λέξεις που έχει δει πολλές φορές
ο χρόνος ολοκλήρωσης της ανάγνωσης είναι μακρύς δε χρωματίζει το λόγο του ανάλογα με το ύφος του κειμένου
ο λόγος του είναι επίπεδος χωρίς να εμφανίζονται τα σημεία στίξης κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης
τονίζει λάθος τις λέξεις
αδυνατεί να αναπαράγει τη κεντρική ιδέα του κειμένου
αδυναμία να ερμηνεύσει αυτά που διάβασε σύμφωνα με αυτά που ήδη γνωρίζει για το θέμα
αδυναμία να διαμορφώσει άποψη για αυτό που διάβασε
Σοφία Τσιντσικλόγλου
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός αποτελεσματικού εκπαιδευτικού;
Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΙΑΚΑΣ ΓΡΑΦΕΙ:
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ TA ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΕΝΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ Τα χαρακτηριστικά ενός ικανού εκπαιδευτικού σχετίζονται με πολλούς παράγοντες όπως οι γνώσεις, οι στάσεις, ο ζήλος, οι διδακτικές αρχές και μέθόδοι, ο τρόπος διδακτικής, η λεκτική ή μή λεκτική του συμπεριφορά, η ικανότητά του να δημιουργεί ευνοικό κλίμα και να προκαλεί το ενδιαφέρον των μαθητών του. Σε ένα σχολείο με δομές που προάγουν τη γνώση και εμπνέουν εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενους για την επίτευξη ενός κοινού οράματος, τότε ο εκπαιδευτικός κάνει τη διαφορά και συμβάλλει στην πρόοδο των μαθητών του.
Η αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συνοψίζεται στα εξής
ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Οργανώνει το μάθημα του με τρόπο κατανοητό που συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας και επιπλέον προσαρμόζεται στο επίπεδο των μαθητών του. Η διδασκαλία του χαρακτηρίζεται από οργάνωση και σαφήνεια, καλό σχεδιασμό και συνοχή του μαθήματος. Πιο συγκεκριμένα αποφεύγονται κοινότυπες εκφράσεις, ο εκπαιδευτικός συνδέει την προηγούμενη γνώση με την καινούργια, δίνει πολλά παραδείγματα(μέσα από την εμπειρία της καθημερινής ζωής των μαθητών) με στόχο να τους βοηθήσει στην κατανόηση όσων διδάσκονται, δίνει μια περίληψη των όσων θα ειπωθούν, χωρίζει το υλικό σε διακριτά σημεία που συνδέονται μεταξύ τους, διευκρινίζει και επεξηγεί πολλές φορές με την βοήθεια εποπτικών μέσων(χάρτες,κάρτες,διαγράμματα κ.α) και επιπλέον κάνει συχνές επαναλήψεις και ανακεφαλαιώσεις. Ο εκπαιδευτικός διαχειρίζεται με αυτό τον τρόπο την τάξη του δίνοντας έφεση στη μάθηση, την λεπτομέρεια, ανταποκρινόμενος έτσι στους μαθητές του σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Οι μαθητές με εκπαιδευτικούς που οργανώνουν την διδασκαλία με σαφήνεια τείνουν να δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την μάθηση, εν αντιθέσει με τους ασαφείς και ανοργάνωτους εκπαιδευτικούς-ακόμα και αν είναι φορείς πλούτου γνώσεων.
ΕΥΝΟΙΚΟ ΚΛΙΜΑ
Δημιουργεί ευνοικό κλίμα μάθησης μέσα από την δημιουργία διαπροσωπικών σχέσεων με του μαθητές του, οι οποίες διέπονται από αγάπη και ενθουσιασμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αμοιβαία συμμετοχή εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων στη διαδικασία της διδασκαλίας, μέσω του ενθουσιασμού του εκπαιδευτικού που μεταδίδεται στους μαθητές του. Οι καλές διαπροσωπικές σχέσεις, η διατήρηση οπτικής επαφής με τους μαθητές, η έμφαση που δίνεται με την κατάλληλη ένταση και το ρυθμό της φωνής του εκπαιδευτικού, το επικοινωνιακό κλίμα, η επισήμανση της σπουδαιότητας του μαθήματος και το ενδιαφέρον για τους άλλους ευνοεί ένα πνεύμα συλλογικότητας της διδασκαλίας. Η αίσθηση του χιούμορ πολλές φορές συμβάλλει στην δημιουργία θετικού κλίματος, μεταδίδει αισθήματα συγκίνησης, κεντρίζει το ενδιαφέρον και τέλος αποτελεί μέσο αντιμετώπισης των δυσκολιών κατά την μαθησιακή διαδικασία.
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΓΝΩΣΕΩΝ
Χρησιμοποιεί τις γνώσεις του για την επίτευξη ενός καλύτερου μαθησιακού αποτελέσματος και ενισχύει την κατανόηση του γνωστικού αντικειμένου, και όχι μόνο την απομνημόνευση. Οι συγκεκριμένοι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουν ευκολότερα τις δυσκολίες των μαθητών τους, οργανώνουν καλύτερα τη διδασκαλία, παρουσιάζουν ευκολότερα την διδακτέα ύλη και σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες όπως- οι ικανότητες των μαθητών, ο χρόνος διδασκαλίας που έχουν στη διάθεσή τους, η θέληση των μαθητών να ασχοληθούν και να εμπλακούν στην μαθησιακή διαδικασία- επιτυγχάνουν καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να επισημανθεί ότι ο εκπαιδευτικός δεν είναι παντογνώστης και η γνώση που αποκτά μέσα από την εμπειρία, τον ζήλο και το ”μεράκι”για δουλειά αποτελούν κομβικά στοιχεία μιας επιτυχημένης διδασκαλίας.
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΧΡΟΝΟΥ
Διαχειρίζεται αποτελεσματικά τον χρόνο κατά την διάρκεια της διδασκαλίας, κάτι που συμβάλλει στην καλύτερη επίδοση των μαθητών του. Αυτό εξαρτάται1) από τις ικανότητες των μαθητών οι οποίες καθορίζουν την ποσότητα χρόνου που απαιτείται προκειμένου να μάθουν κάτι,2) από τον χρόνο που διατίθεται από τον εκπαιδευτικό για την διδασκαλία κάποιου γνωστικού αντικειμένου,3) από τον χρόνο που διαθέτει ατομικά κάθε μαθητής για να μάθει κάτι,4) από την ποιότητα της διδασκαλίας, καθώς όσο πιο κατανοητή είναι τόσο πιο λίγος χρόνος απαιτείται για την κατάκτηση της μάθησης. Παρατηρείται επιπλέον ότι σε τάξεις που ο χρόνος δεν παρεμποδίζεται από μή διδακτικές δραστηριότητες όπως, συζητήσεις εκτός μαθήματος, επιβολή σχολικής πειθαρχίας, φασαρία και απρόοπτα περιστατικά, τότε τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά.
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Διαχειρίζεται την σχολική τάξη και αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που προκύπτουν με τις κατάλληλες πρακτικές όπως, με το να αποτρέπει συγκρούσεις μέσα στη τάξη, να διατηρεί ακμαίο το ενδιαφέρον των μαθητών για το αντικείμενο διδασκαλίας, να εξασφαλίζει την ομαλή μετάβαση από την μία διδακτική ενότητα στην άλλη, να χρησιμοποιεί θετικές προτροπές προς επίτευξη της συμμόρφωσης και πειθαρχίας των μαθητών, με το να εμμένει προσηλωμένος και αποφασισμένος ότι θα παράσχει στους μαθητές οποιαδήποτε βοήθεια του ζητηθεί, ενώ παράλληλα αποφεύγει την οποιαδήποτε μείωση ενός μαθητή. Ο αποτελεσματικός εκπαιδευτικός γενικά έχει την τάση να προσπαθεί να εξασφαλίσει κοινωνική συνοχή και ευνοικό κλίμα μάθησης στην τάξη.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ
Θέτει τις κατάλληλες ερωτήσεις επηρεάζοντας έτσι την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας. Το διάστημα που μεσολαβεί/η αναμονή από την ερώτηση του εκπαιδευτικού έως την απάντηση που θα δοθεί από τον μαθητή είναι πολύτιμο. Η αναμονή καλό είναι να συνοδεύεται από θετικές προτροπές, θετικές ενθαρρύνσεις υποβοηθώντας έτσι την διαδικασία της μάθησης. Οι ερωτήσεις πρέπει να γίνονται σε συνάρτηση με τον χρόνο που απαιτείται για να απαντηθούν,(π.χ λίγες ερωτήσεις σε λίγο χρόνο και πολλές ερωτήσεις σε πολύ χρόνο)και βάσει του επίπεδου των μαθητών και του χρόνου που απαιτείται για να μάθουν κάτι. Οι ερωτήσεις σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι πρωτότυπες και να αποφεύγονται παρόμοιες ερωτήσεις χωρίς λόγο, εκτός και αν γίνονται για λόγους έμφασης. Η πρωτοτυπία έγκειται στο ότι οι ερωτήσεις καλύπτουν όλη την ύλη και όλους τους μαθητές και όχι μόνο λίγους, ενώ πρέπει να ακολουθούνται από την κατάλληλη αιτιολόγηση εκ μέρους των μαθητών, δίνοντας έτσι στον εκπαιδευτικό τον απαιτούμενο χρόνο για να εξακριβώσει τυχόν ελλείψεις και αδυναμίες- κατά την διαδικασία απόκτησης γνώσης εκ μέρους των μαθητών.
ΘΕΤΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ
Επιδρά θετικά όταν μπορεί να προσαρμόζεται στις ανάγκες των μαθητών του, όταν κατανοεί την διαφορετικότητα του κάθε μαθητή, όταν κρίνει σωστά και αντικειμενικά, όταν διέπεται από ειλικρίνεια, ενθουσιασμό και προσωπική γοητεία. Ο εκπαιδευτικός ενδιαφέρεται κατά κύριο λόγο για τους μαθητές του, ενώ τους συμπεριφέρεται με σεβασμό, επιβραβεύει την επιτυχία και είναι ικανός να παίρνει κάθε φορά σωστές και συνετές αποφάσεις. Ο εκπαιδευτικός δείχνει έμπρακτα το ενδιαφέρον του, λύνει με κατανοητό τρόπο τις απορίες των μαθητών, ενισχύει την αυτοπεποίθησή τους και δείχνει οικειότητα με το να προσπαθεί να τους ακούσει και να τους βοηθήσει. Ο εκπαιδευτικός όταν κάνει τη μάθηση ευχάριστη και όταν μεταδίδει αισθήματα συγκίνησης και διέγερσης του ενδιαφέροντος των μαθητών του για το αντικείμενο που διδάσκει- δηλαδή με το να προσπαθεί να τους πείσει ότι αυτό που διδάσκει αξίζει τον κόπο και τον χρόνο- τότε πετυχαίνει ακόμα καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα.
ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΥΦΟΣ
Ο εκπαιδευτικός πολλές φορές ακολουθεί διάφορους τύπους διδακτικού στύλ προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή και συμμετοχή των μαθητών στην μαθησιακή διαδικασία, ανάλογα με τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των μαθητών του. Άλλοτε καθοδηγεί τους μαθητές στη γνώση με τις κατάλληλες ερωτήσεις, άλλοτε αλληλεπιδρά με τους μαθητές σε ομαδικό πλαίσιο εργασίας, άλλοτε λειτουργεί ως παράδειγμα προς μίμηση υιοθετώντας καθοδηγητική συμπεριφορά βασιζόμενη στην εμπειρία του, ενώ τέλος μέσα από ένα πνεύμα διαλόγου ο εκπαιδευτικός γίνεται πιο ενεργός και καθοδηγεί τους μαθητές να βρούν μόνοι τους τις λύσεις στα ερωτήματα και προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Ο εκπαιδευτικός εφαρμόζει σε όλα τα παραπάνω την ειλικρίνεια, ηρεμία, συνέπεια και πρωτοτυπία. Η άνεση και η μή τυπικότητα του εκπαιδευτικού με τους μαθητές του- όπως εκδηλώνεται μέσα από τα αισθήματα φιλίας- σε συνδυασμό με την προσοχή και τον σεβασμό που απαιτεί αποτελούν στοιχεία μιας αποτελεσματικής διδασκαλίας. Οι κατάλληλες επεξηγήσεις που παρέχονται, τα ερεθίσματα για σκέψη και προβληματισμό, οι συνεχείς πληροφορίες και η ανατροφοδότηση των μαθητών- μέσα από τις διορθωτικές συμβουλές του εκπαιδευτικού- καθορίζουν την επιτυχή πορεία της διδασκαλίας. Προπύργιο όλων αυτών αποτελεί η ανάπτυξη διαλογικής σχέσης και αλληλεπίδρασης μεταξύ εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων, η οποία διευκολύνει την ανάπτυξη σκέψεων ενώ μέσω του κατάλληλου προγραμματισμού οι δραστηριότητες των μαθητών καθοδηγούνται βάσει ενός κοινού προγράμματος.
ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ο εκπαιδευτικός πολλές φορές μέσα από την μή λεκτική του συμπεριφορά προσπαθεί να ενθαρρύνει τους μαθητές του προς την επίτευξη ενός καλύτερου μαθησιακού αποτελέσματος. Ο εκπαιδευτικός μέσα από την οπτική επαφή με τους μαθητές δείχνει την αγάπη του, την υπομονετικότητά του και την διάθεση να ακούσει. Πολλές φορές η κατάλληλη έκφραση του προσώπου του φανερώνει αποδοχή και κατανόηση των αναγκών του κάθε μαθητή, ενώ η κινητικότητά του δίπλα στους μαθητές και ο τρόπος στάσης του προιδεάζουν θετικά τους μαθητές για την πιο ενεργή εμπλοκή τους στη μαθησιακή διαδικασία. Ο κατάλληλος χρωματισμός της φωνής του πολλές φορές χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στα λεγόμενά του ή σαν μέσο κέντρισης του ενδιαφέροντος, ειδικά στην περίπτωση που το ενδιαφέρον έχει υποχωρήσει. Τέλος το χαμόγελο και το χιούμορ ως διαμορφωτικά στοιχεία ενός θετικού κλίματος αποτελούν τα καταληκτικά στοιχεία μια αποτελεσματικής διδασκαλίας. Εν κατακλείδι θα μπορούσαμε να πούμε ότι χαρακτηριστικά όπως η ειλικρίνεια, η εργατικότητα κ.α αποτελούν στοιχεία της προσωπικότητάς του κάθε εκπαιδευτικού, όμως πολλά άλλα χαρακτηριστικά μπορούν να καλλιεργηθούν μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσης και άσκησης. Η ανάπτυξη των κατάλληλων δεξιοτήτων θα πρέπει να αποτελέσουν την προτεραιότητα όλων των ανθρώπων που ασχολούνται με την εκπαίδευση και θέλουν να καλυτερεύσουν τον τρόπο διδασκαλίας τους προς επίτευξη των στόχων και σκοπών της εκπαιδευτικής κοινότητας. ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΙΑΚΑΣ, φιλόλογος filologika-mathimata-online.blogspot.gr
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ TA ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΕΝΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ Τα χαρακτηριστικά ενός ικανού εκπαιδευτικού σχετίζονται με πολλούς παράγοντες όπως οι γνώσεις, οι στάσεις, ο ζήλος, οι διδακτικές αρχές και μέθόδοι, ο τρόπος διδακτικής, η λεκτική ή μή λεκτική του συμπεριφορά, η ικανότητά του να δημιουργεί ευνοικό κλίμα και να προκαλεί το ενδιαφέρον των μαθητών του. Σε ένα σχολείο με δομές που προάγουν τη γνώση και εμπνέουν εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενους για την επίτευξη ενός κοινού οράματος, τότε ο εκπαιδευτικός κάνει τη διαφορά και συμβάλλει στην πρόοδο των μαθητών του.
Η αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συνοψίζεται στα εξής
ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Οργανώνει το μάθημα του με τρόπο κατανοητό που συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας και επιπλέον προσαρμόζεται στο επίπεδο των μαθητών του. Η διδασκαλία του χαρακτηρίζεται από οργάνωση και σαφήνεια, καλό σχεδιασμό και συνοχή του μαθήματος. Πιο συγκεκριμένα αποφεύγονται κοινότυπες εκφράσεις, ο εκπαιδευτικός συνδέει την προηγούμενη γνώση με την καινούργια, δίνει πολλά παραδείγματα(μέσα από την εμπειρία της καθημερινής ζωής των μαθητών) με στόχο να τους βοηθήσει στην κατανόηση όσων διδάσκονται, δίνει μια περίληψη των όσων θα ειπωθούν, χωρίζει το υλικό σε διακριτά σημεία που συνδέονται μεταξύ τους, διευκρινίζει και επεξηγεί πολλές φορές με την βοήθεια εποπτικών μέσων(χάρτες,κάρτες,διαγράμματα κ.α) και επιπλέον κάνει συχνές επαναλήψεις και ανακεφαλαιώσεις. Ο εκπαιδευτικός διαχειρίζεται με αυτό τον τρόπο την τάξη του δίνοντας έφεση στη μάθηση, την λεπτομέρεια, ανταποκρινόμενος έτσι στους μαθητές του σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Οι μαθητές με εκπαιδευτικούς που οργανώνουν την διδασκαλία με σαφήνεια τείνουν να δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την μάθηση, εν αντιθέσει με τους ασαφείς και ανοργάνωτους εκπαιδευτικούς-ακόμα και αν είναι φορείς πλούτου γνώσεων.
ΕΥΝΟΙΚΟ ΚΛΙΜΑ
Δημιουργεί ευνοικό κλίμα μάθησης μέσα από την δημιουργία διαπροσωπικών σχέσεων με του μαθητές του, οι οποίες διέπονται από αγάπη και ενθουσιασμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αμοιβαία συμμετοχή εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων στη διαδικασία της διδασκαλίας, μέσω του ενθουσιασμού του εκπαιδευτικού που μεταδίδεται στους μαθητές του. Οι καλές διαπροσωπικές σχέσεις, η διατήρηση οπτικής επαφής με τους μαθητές, η έμφαση που δίνεται με την κατάλληλη ένταση και το ρυθμό της φωνής του εκπαιδευτικού, το επικοινωνιακό κλίμα, η επισήμανση της σπουδαιότητας του μαθήματος και το ενδιαφέρον για τους άλλους ευνοεί ένα πνεύμα συλλογικότητας της διδασκαλίας. Η αίσθηση του χιούμορ πολλές φορές συμβάλλει στην δημιουργία θετικού κλίματος, μεταδίδει αισθήματα συγκίνησης, κεντρίζει το ενδιαφέρον και τέλος αποτελεί μέσο αντιμετώπισης των δυσκολιών κατά την μαθησιακή διαδικασία.
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΓΝΩΣΕΩΝ
Χρησιμοποιεί τις γνώσεις του για την επίτευξη ενός καλύτερου μαθησιακού αποτελέσματος και ενισχύει την κατανόηση του γνωστικού αντικειμένου, και όχι μόνο την απομνημόνευση. Οι συγκεκριμένοι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουν ευκολότερα τις δυσκολίες των μαθητών τους, οργανώνουν καλύτερα τη διδασκαλία, παρουσιάζουν ευκολότερα την διδακτέα ύλη και σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες όπως- οι ικανότητες των μαθητών, ο χρόνος διδασκαλίας που έχουν στη διάθεσή τους, η θέληση των μαθητών να ασχοληθούν και να εμπλακούν στην μαθησιακή διαδικασία- επιτυγχάνουν καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να επισημανθεί ότι ο εκπαιδευτικός δεν είναι παντογνώστης και η γνώση που αποκτά μέσα από την εμπειρία, τον ζήλο και το ”μεράκι”για δουλειά αποτελούν κομβικά στοιχεία μιας επιτυχημένης διδασκαλίας.
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΧΡΟΝΟΥ
Διαχειρίζεται αποτελεσματικά τον χρόνο κατά την διάρκεια της διδασκαλίας, κάτι που συμβάλλει στην καλύτερη επίδοση των μαθητών του. Αυτό εξαρτάται1) από τις ικανότητες των μαθητών οι οποίες καθορίζουν την ποσότητα χρόνου που απαιτείται προκειμένου να μάθουν κάτι,2) από τον χρόνο που διατίθεται από τον εκπαιδευτικό για την διδασκαλία κάποιου γνωστικού αντικειμένου,3) από τον χρόνο που διαθέτει ατομικά κάθε μαθητής για να μάθει κάτι,4) από την ποιότητα της διδασκαλίας, καθώς όσο πιο κατανοητή είναι τόσο πιο λίγος χρόνος απαιτείται για την κατάκτηση της μάθησης. Παρατηρείται επιπλέον ότι σε τάξεις που ο χρόνος δεν παρεμποδίζεται από μή διδακτικές δραστηριότητες όπως, συζητήσεις εκτός μαθήματος, επιβολή σχολικής πειθαρχίας, φασαρία και απρόοπτα περιστατικά, τότε τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά.
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Διαχειρίζεται την σχολική τάξη και αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που προκύπτουν με τις κατάλληλες πρακτικές όπως, με το να αποτρέπει συγκρούσεις μέσα στη τάξη, να διατηρεί ακμαίο το ενδιαφέρον των μαθητών για το αντικείμενο διδασκαλίας, να εξασφαλίζει την ομαλή μετάβαση από την μία διδακτική ενότητα στην άλλη, να χρησιμοποιεί θετικές προτροπές προς επίτευξη της συμμόρφωσης και πειθαρχίας των μαθητών, με το να εμμένει προσηλωμένος και αποφασισμένος ότι θα παράσχει στους μαθητές οποιαδήποτε βοήθεια του ζητηθεί, ενώ παράλληλα αποφεύγει την οποιαδήποτε μείωση ενός μαθητή. Ο αποτελεσματικός εκπαιδευτικός γενικά έχει την τάση να προσπαθεί να εξασφαλίσει κοινωνική συνοχή και ευνοικό κλίμα μάθησης στην τάξη.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ
Θέτει τις κατάλληλες ερωτήσεις επηρεάζοντας έτσι την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας. Το διάστημα που μεσολαβεί/η αναμονή από την ερώτηση του εκπαιδευτικού έως την απάντηση που θα δοθεί από τον μαθητή είναι πολύτιμο. Η αναμονή καλό είναι να συνοδεύεται από θετικές προτροπές, θετικές ενθαρρύνσεις υποβοηθώντας έτσι την διαδικασία της μάθησης. Οι ερωτήσεις πρέπει να γίνονται σε συνάρτηση με τον χρόνο που απαιτείται για να απαντηθούν,(π.χ λίγες ερωτήσεις σε λίγο χρόνο και πολλές ερωτήσεις σε πολύ χρόνο)και βάσει του επίπεδου των μαθητών και του χρόνου που απαιτείται για να μάθουν κάτι. Οι ερωτήσεις σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι πρωτότυπες και να αποφεύγονται παρόμοιες ερωτήσεις χωρίς λόγο, εκτός και αν γίνονται για λόγους έμφασης. Η πρωτοτυπία έγκειται στο ότι οι ερωτήσεις καλύπτουν όλη την ύλη και όλους τους μαθητές και όχι μόνο λίγους, ενώ πρέπει να ακολουθούνται από την κατάλληλη αιτιολόγηση εκ μέρους των μαθητών, δίνοντας έτσι στον εκπαιδευτικό τον απαιτούμενο χρόνο για να εξακριβώσει τυχόν ελλείψεις και αδυναμίες- κατά την διαδικασία απόκτησης γνώσης εκ μέρους των μαθητών.
ΘΕΤΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ
Επιδρά θετικά όταν μπορεί να προσαρμόζεται στις ανάγκες των μαθητών του, όταν κατανοεί την διαφορετικότητα του κάθε μαθητή, όταν κρίνει σωστά και αντικειμενικά, όταν διέπεται από ειλικρίνεια, ενθουσιασμό και προσωπική γοητεία. Ο εκπαιδευτικός ενδιαφέρεται κατά κύριο λόγο για τους μαθητές του, ενώ τους συμπεριφέρεται με σεβασμό, επιβραβεύει την επιτυχία και είναι ικανός να παίρνει κάθε φορά σωστές και συνετές αποφάσεις. Ο εκπαιδευτικός δείχνει έμπρακτα το ενδιαφέρον του, λύνει με κατανοητό τρόπο τις απορίες των μαθητών, ενισχύει την αυτοπεποίθησή τους και δείχνει οικειότητα με το να προσπαθεί να τους ακούσει και να τους βοηθήσει. Ο εκπαιδευτικός όταν κάνει τη μάθηση ευχάριστη και όταν μεταδίδει αισθήματα συγκίνησης και διέγερσης του ενδιαφέροντος των μαθητών του για το αντικείμενο που διδάσκει- δηλαδή με το να προσπαθεί να τους πείσει ότι αυτό που διδάσκει αξίζει τον κόπο και τον χρόνο- τότε πετυχαίνει ακόμα καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα.
ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΥΦΟΣ
Ο εκπαιδευτικός πολλές φορές ακολουθεί διάφορους τύπους διδακτικού στύλ προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή και συμμετοχή των μαθητών στην μαθησιακή διαδικασία, ανάλογα με τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των μαθητών του. Άλλοτε καθοδηγεί τους μαθητές στη γνώση με τις κατάλληλες ερωτήσεις, άλλοτε αλληλεπιδρά με τους μαθητές σε ομαδικό πλαίσιο εργασίας, άλλοτε λειτουργεί ως παράδειγμα προς μίμηση υιοθετώντας καθοδηγητική συμπεριφορά βασιζόμενη στην εμπειρία του, ενώ τέλος μέσα από ένα πνεύμα διαλόγου ο εκπαιδευτικός γίνεται πιο ενεργός και καθοδηγεί τους μαθητές να βρούν μόνοι τους τις λύσεις στα ερωτήματα και προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Ο εκπαιδευτικός εφαρμόζει σε όλα τα παραπάνω την ειλικρίνεια, ηρεμία, συνέπεια και πρωτοτυπία. Η άνεση και η μή τυπικότητα του εκπαιδευτικού με τους μαθητές του- όπως εκδηλώνεται μέσα από τα αισθήματα φιλίας- σε συνδυασμό με την προσοχή και τον σεβασμό που απαιτεί αποτελούν στοιχεία μιας αποτελεσματικής διδασκαλίας. Οι κατάλληλες επεξηγήσεις που παρέχονται, τα ερεθίσματα για σκέψη και προβληματισμό, οι συνεχείς πληροφορίες και η ανατροφοδότηση των μαθητών- μέσα από τις διορθωτικές συμβουλές του εκπαιδευτικού- καθορίζουν την επιτυχή πορεία της διδασκαλίας. Προπύργιο όλων αυτών αποτελεί η ανάπτυξη διαλογικής σχέσης και αλληλεπίδρασης μεταξύ εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων, η οποία διευκολύνει την ανάπτυξη σκέψεων ενώ μέσω του κατάλληλου προγραμματισμού οι δραστηριότητες των μαθητών καθοδηγούνται βάσει ενός κοινού προγράμματος.
ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ο εκπαιδευτικός πολλές φορές μέσα από την μή λεκτική του συμπεριφορά προσπαθεί να ενθαρρύνει τους μαθητές του προς την επίτευξη ενός καλύτερου μαθησιακού αποτελέσματος. Ο εκπαιδευτικός μέσα από την οπτική επαφή με τους μαθητές δείχνει την αγάπη του, την υπομονετικότητά του και την διάθεση να ακούσει. Πολλές φορές η κατάλληλη έκφραση του προσώπου του φανερώνει αποδοχή και κατανόηση των αναγκών του κάθε μαθητή, ενώ η κινητικότητά του δίπλα στους μαθητές και ο τρόπος στάσης του προιδεάζουν θετικά τους μαθητές για την πιο ενεργή εμπλοκή τους στη μαθησιακή διαδικασία. Ο κατάλληλος χρωματισμός της φωνής του πολλές φορές χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στα λεγόμενά του ή σαν μέσο κέντρισης του ενδιαφέροντος, ειδικά στην περίπτωση που το ενδιαφέρον έχει υποχωρήσει. Τέλος το χαμόγελο και το χιούμορ ως διαμορφωτικά στοιχεία ενός θετικού κλίματος αποτελούν τα καταληκτικά στοιχεία μια αποτελεσματικής διδασκαλίας. Εν κατακλείδι θα μπορούσαμε να πούμε ότι χαρακτηριστικά όπως η ειλικρίνεια, η εργατικότητα κ.α αποτελούν στοιχεία της προσωπικότητάς του κάθε εκπαιδευτικού, όμως πολλά άλλα χαρακτηριστικά μπορούν να καλλιεργηθούν μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσης και άσκησης. Η ανάπτυξη των κατάλληλων δεξιοτήτων θα πρέπει να αποτελέσουν την προτεραιότητα όλων των ανθρώπων που ασχολούνται με την εκπαίδευση και θέλουν να καλυτερεύσουν τον τρόπο διδασκαλίας τους προς επίτευξη των στόχων και σκοπών της εκπαιδευτικής κοινότητας. ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΙΑΚΑΣ, φιλόλογος filologika-mathimata-online.blogspot.gr
Wednesday, January 8, 2014
Τα πολλά «μπράβο» κάνουν κακό στην αυτοπεποίθηση!
«Τέλεια!», «Δεν έχω δει πιο όμορφο», «Μπράβο σου»… Εκφράσεις που ακούμε συχνά, σε παιδικές χαρές, σχολικές αίθουσες, γενικά όπου υπάρχουν παιδιά. Τα λέμε για να ανεβάσουμε την αυτοεκτίμησή τους και καλά κάνουμε, έτσι δεν είναι; Ίσως και όχι… Νέα έρευνα υποστηρίζει ότι όταν οι ενήλικες το παρακάνουν επιβραβεύοντας το καθετί που κάνουν τα παιδιά, αντί να τα βοηθήσουν να νιώσουν καλύτερα για τον εαυτό τους, τελικά βλάπτουν την αυτοπεποίθησή τους, κυρίως όταν πρόκειται για παιδιά με χαμηλή αυτοπεποίθηση. Ο λόγος είναι ότι με τον τρόπο αυτό περνούν το μήνυμα ότι πρέπει να συνεχίσουν να ανταποκρίνονται στα υψηλά στάνταρντ που έχουμε θέσει κι ότι καλό θα ήταν να μην επιχειρήσουν να δοκιμάσουν κάτι καινούριο γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να αποτύχουν.
Για τις ανάγκες της έρευνας, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στην Επιθεώρηση Psychologocal Science, περισσότεροι από 700 γονείς και εκπαιδευτικοί ρωτήθηκαν πώς θα αντιδρούσαν στην υποθετική περίπτωση που ένα παιδί με χαμηλή αυτοπεποίθηση τους έδειχνε μια ζωγραφιά ή έλυνε μία άσκηση. Οι απαντήσεις του 25% των ερωτηθέντων εντάσσονται στην κατηγορία που οι ερευνητές θεωρούν ως «υπερβολική επιβράβευση», όπως για παράδειγμα «τέλεια», «απίστευτα» κ.λπ.
Σε ένα άλλο πείραμα, 240 παιδιά ηλικίας 8 έως 12 ετών συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο προκειμένου να υπολογιστεί η αυτοεκτίμησή τους. Στη συνέχεια, τους ζητήθηκε να φτιάξουν ένα αντίγραφο ενός διάσημου πίνακα, το οποίο όπως τους είπαν θα αξιολογούσε ένας επαγγελματίας ζωγράφος. Ο «ζωγράφος» αυτός έγραψε ένα σημείωμα σε κάθε παιδί, είτε εκθειάζοντας τη ζωγραφιά του («έφτιαξες μια υπέροχη ζωγραφιά») είτε απλά επιβραβεύοντας («η ζωγραφιά σου είναι πολύ όμορφη») ή χωρίς να το επιβραβεύει καθόλου. Στη συνέχεια τα ίδια παιδιά κλήθηκαν να φτιάξουν άλλη μία ζωγραφιά αλλά αυτή τη φορά τους έδωσαν το δικαίωμα να επιλέξουν: Η μία επιλογή, όπως τους είπαν, ήταν εύκολη αλλά δεν θα μάθαιναν και πολλά φτιάχνοντάς τη, ενώ η άλλη ήταν δύσκολη και σίγουρα θα έκαναν λάθη αλλά θα είχαν πολλά να μάθουν. Τα παιδιά με χαμηλή αυτοπεποίθηση που είχαν στο πρώτο στάδιο δεχτεί υπερβολική επιβράβευση διάλεξαν την εύκολη εικόνα.
Αντίθετα, τα παιδιά με υψηλή αυτοεκτίμηση διάλεξαν τη δύσκολη, ανεξάρτητα από το πόσα «μπράβο» είχαν ακούσει πριν, φανερώνοντας ότι η επιβράβευση έχει διαφορετικό αποτέλεσμα ανάλογα με το τι πιστεύει το ίδιο το παιδί για τον εαυτό του.
Για τις ανάγκες της έρευνας, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στην Επιθεώρηση Psychologocal Science, περισσότεροι από 700 γονείς και εκπαιδευτικοί ρωτήθηκαν πώς θα αντιδρούσαν στην υποθετική περίπτωση που ένα παιδί με χαμηλή αυτοπεποίθηση τους έδειχνε μια ζωγραφιά ή έλυνε μία άσκηση. Οι απαντήσεις του 25% των ερωτηθέντων εντάσσονται στην κατηγορία που οι ερευνητές θεωρούν ως «υπερβολική επιβράβευση», όπως για παράδειγμα «τέλεια», «απίστευτα» κ.λπ.
Σε ένα άλλο πείραμα, 240 παιδιά ηλικίας 8 έως 12 ετών συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο προκειμένου να υπολογιστεί η αυτοεκτίμησή τους. Στη συνέχεια, τους ζητήθηκε να φτιάξουν ένα αντίγραφο ενός διάσημου πίνακα, το οποίο όπως τους είπαν θα αξιολογούσε ένας επαγγελματίας ζωγράφος. Ο «ζωγράφος» αυτός έγραψε ένα σημείωμα σε κάθε παιδί, είτε εκθειάζοντας τη ζωγραφιά του («έφτιαξες μια υπέροχη ζωγραφιά») είτε απλά επιβραβεύοντας («η ζωγραφιά σου είναι πολύ όμορφη») ή χωρίς να το επιβραβεύει καθόλου. Στη συνέχεια τα ίδια παιδιά κλήθηκαν να φτιάξουν άλλη μία ζωγραφιά αλλά αυτή τη φορά τους έδωσαν το δικαίωμα να επιλέξουν: Η μία επιλογή, όπως τους είπαν, ήταν εύκολη αλλά δεν θα μάθαιναν και πολλά φτιάχνοντάς τη, ενώ η άλλη ήταν δύσκολη και σίγουρα θα έκαναν λάθη αλλά θα είχαν πολλά να μάθουν. Τα παιδιά με χαμηλή αυτοπεποίθηση που είχαν στο πρώτο στάδιο δεχτεί υπερβολική επιβράβευση διάλεξαν την εύκολη εικόνα.
Αντίθετα, τα παιδιά με υψηλή αυτοεκτίμηση διάλεξαν τη δύσκολη, ανεξάρτητα από το πόσα «μπράβο» είχαν ακούσει πριν, φανερώνοντας ότι η επιβράβευση έχει διαφορετικό αποτέλεσμα ανάλογα με το τι πιστεύει το ίδιο το παιδί για τον εαυτό του.
Tuesday, December 17, 2013
Δώρα σε παιδιά με Γλωσσική ή Λογικομαθηματική νοημοσύνη.
Σήμερα θα δούμε δώρα που μπορούμε να χαρίσουμε σε παιδιά με Γλωσσική ή Λογικομαθηματική νοημοσύνη.
Η Ελένη Γαρυφαλάκη, συγγραφέας του βιβλίου "Πολλαπλή Νοημοσύνη" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, προτείνει:
Για παιδιά με Γλωσσική Νοημοσύνη
"Άτομα με καλή γλωσσική νοημοσύνη, σκέφτονται με λέξεις και συνηθίζουν να χρησιμοποιούν τον προφορικό ή τον γραπτό λόγο για να εκφράσουν περίπλοκες ιδέες. Επίσης έχουν αυξημένη ευαισθησία στους ήχους και το ρυθμό των λέξεων, καθώς και στη σημασία τους."
Ένα παιδάκι λοιπόν που προτιμά να εκφράζεται γλωσσικά, θα απολαύσει δώρα που έχουν σχέση με λέξεις, με γράψιμο, με αφήγηση ή με ανάγνωση.
Ναι, τα βιβλία είναι ένα δώρο που αγαπούν, αλλά δεν είναι και το μόνο. Μερικές ιδέες είναι:
*Για παιδιά 2-4 ετών:
Βιβλία με σκληρό εξώφυλλο, με τρισδιάστατες εικόνες, με παραθυράκια για να ανακαλύψεις κι άλλες ιστορίες, βιβλία διαδραστικά. Μια καλή πρόταση είναι τα βιβλία της σειράς "Βιβλία με παραθυράκια" των εκδόσεων Σαββάλας.
*Για παιδιά 4-6 ετών:
Βιβλία με ιστορίες και παραμύθια, αλλά και επιτραπέζια που μπορούν να παίξουν σε παρέα, όπως το "Στόρυ Πάρτυ" και το "Dobble" από Κάισσα. Μια καλή πρόταση βιβλίου είναι "Η αρπαγή της κότας" από εκδόσεις Ηλίβατον, όπου το παιδί αφηγείται μια ιστορία μόνο με εικόνες, όπως και πολλά των εκδόσεων Κόκκινο, τα οποία έχουν υπέροχη εικονογράφηση.
*Για παιδιά 6-9 ετών:
Βιβλία κλασικής παιδικής λογοτεχνίας, βιβλία ελληνικής και παγκόσμιας μυθολογίας, αλλά και επιτραπέζια παιχνίδια, όπως το βραβευμένο "Dixit" από Κάισσα. Οι κούκλες ή τα Playmobil βοηθούν, επίσης, την έκφραση του προφορικού λόγου, καθώς το παιδί φτιάχνει σενάρια και μπορεί να τα χρησιμοποιήσει και στη δραματοποίηση ιστοριών. Μια καλή πρόταση βιβλίου είναι τα βιβλία ελληνικής μυθολογίας της Μαρίας Αγγελίδου από εκδόσεις Παπαδόπουλος και βιβλία κλασικής παιδικής λογοτεχνίας από εκδόσεις Πατάκη.
*Για παιδιά 9-12 ετών:
Βιβλία παγκόσμιας λογοτεχνίας και όχι μόνο παιδικής, αλλά και επιτραπέζια, όπως το "Dixit" και το "Μια φορά κι έναν καιρό" από Κάισσα. Εκτός από τις εκδόσεις Πατάκη, οι εκδόσεις Μίνωας, επίσης, έχουν μια καλή σειρά σταχωμένων βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας.
Για παιδιά με Λογικομαθηματική Νοημοσύνη
" Τα άτομα που σκέφτονται και εκφράζονται λογικομαθηματικά κατανοούν τον κόσμο μέσα από τη σχέση αιτίας - αποτελέσματος και αντιλαμβάνονται εύκολα τα σχήματα καθώς και τις σχέσεις ανάμεσα στα αντικείμενα και τις καταστάσεις. Επιπλέον είναι ικανά να σκέφτονται κριτικά και να λύνουν προβλήματα με τρόπο δημιουργικό "
Ένα παιδάκι λοιπόν που προτιμά να εκφράζεται λογικομαθηματικά, θα απολαύσει δώρα που έχουν σχέση με πειραματισμό, με μυστήριο, με μαθηματική λογική και γρίφους.
Μερικές ιδέες είναι:
*Για παιδιά 2-4 ετών:
Τουβλάκια, παιχνίδια με σχήματα, παζλ λίγων και μεγάλων κομματιών και βιβλία πληροφοριών διαδραστικά. Μια καλή πρόταση βιβλίου, για παράδειγμα, είναι τα βιβλία με την Τελίτσα και την Παυλίτσα από τις εκδόσεις Πατάκη, τα οποία μπορεί να είναι αφής, με παζλ, με αναδιπλούμενα μέρη κ.ά.
*Για παιδιά 4-6 ετών:
Lego Duplo, παζλ με περισσότερα κομμάτια και βιβλία πληροφοριών ανακαλυπτικά. Οι εκδόσεις Σαββάλας έχουν αρκετά διαδραστικά βιβλία πληροφοριών για το διάστημα, για τον κόσμο γύρω μας, αλλά, επίσης, και οι εκδόσεις Μίνωας έχουν τα βιβλία του Τριβιζά που αναπτύσσουν τη λογικομαθηματική νοημοσύνη των παιδιών, όπως "Ο Άρης ο Τσαγκάρης" ή τη "Φουφήχτρα".
*Για παιδιά 6-9 ετών:
Παζλ αρκετών κομματιών φυσικά, Lego για κατασκευές, μοντελισμός και επιτραπέζια όπως το "Χάλι Γκάλι" από Κάισσα. Σχετικά με βιβλία, τα βιβλία πληροφοριών που κυκλοφορούν από εκδόσεις Ερευνητές είναι ιδανικά για εύκολα πειράματα και παιχνίδια.
*Για παιδιά 9-12 ετών:
Τα βιβλία μυστηρίου είναι ιδανικά για παιδιά με λογικομαθηματική νοημοσύνη και οι εκδόσεις Αρμονία έχουν την καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, σειρά. Άλλα δώρα που θα αρέσουν στα παιδιά αυτής της ηλικίας είναι τα επιτραπέζια με γρίφους, το σκάκι και τα Lego.
πηγή : http://paidikavivlia.blogspot.gr/2013/12/blog-post_17.html
Thursday, December 12, 2013
Κακοί βαθμοί; Don’t panic!
Τι γίνεται όταν το παιδί μας φέρνει κακούς βαθμούς στο σπίτι; Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρέπει να μας πιάνει πανικός. Μπορεί ως γονείς να απογοητευόμαστε αλλά δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, ούτε για εμάς ούτε-κυρίως- για το παιδί μας. Σε αυτή την περίπτωση, λοιπόν, καλούμαστε να υπηρετήσουμε τη συμβουλή των μεγαλυτέρων μας ότι «οι βαθμοί δεν είναι το παν» γιατί αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Εκείνο που προέχει είναι αφενός να βοηθήσουμε το παιδί μας να καταγράψει καλύτερες επιδόσεις, αφετέρου να χτίσουμε την αυτοεκτίμησή του και να μην επιτρέψουμε σε μια παροδική αποτυχία να το καταβάλει.
10 συμβουλές για να ξεπεράσει το σκόπελο των βαθμών
1. Επαινέστε το παιδί σας. Δείτε προσεκτικά τους βαθμούς του και αναφερθείτε σε κάτι θετικό. Μπορεί για παράδειγμα το παιδί να είναι καλό στα καλλιτεχνικά ή η δασκάλα του να σημειώνει ότι προσπαθεί πολύ. Αυτό από μόνο του είναι κάτι αξιέπαινο.
2. Καθησυχάστε το παιδί σας ότι θα προσπαθήσετε μαζί ώστε να τα πάει καλύτερα σε τομείς που υστερεί. Βοηθήστε το ώστε να θέσει λογικούς στόχους για το μαθησιακό του μέλλον. Μπορεί εκείνο να υποσχεθεί γενικώς ότι θα διαβάζει περισσότερο, αλλά αυτό είναι κάπως αφηρημένο. Θα βοηθήσει περισσότερο, ενδεικτικά, αν θέσει ως στόχο να ανεβάσει το 13 που έχει στα Μαθηματικά στο 15.
3. Μιλήστε με τον καθηγητή. Μάθετε τι κρύβεται πίσω από τη χαμηλή βαθμολογία: το ότι δεν κάνει τις εργασίες για το σπίτι, δεν αποδίδει στα διαγωνίσματα ή ότι έχει κάποια κενά αντίληψης; Κι αυτό διότι ο προσδιορισμός του προβλήματος θα σας βοηθήσει να αναπτύξετε τις στρατηγικές εκείνες που θα το ξεπεράσουν.
4. Βοηθήστε το με το διάβασμα στο σπίτι. Δεν χρειάζεται να γίνεται τις ώρες που βολεύει εσάς, αλλά τις ώρες που βολεύει το παιδί σας. Ελέγξτε τις ασκήσεις και προσφέρετε τη βοήθειά σας σε θέματα που το δυσκολεύουν. Αν νιώθετε ότι δεν τα καταφέρνετε ζητήστε βοήθεια. Ενημερωθείτε για προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας στο σχολείο ή για συμφέροντα-οικονομικά-ιδιαίτερα μαθήματα.
5. Μάθετε το στυλ μάθησης του παιδιού σας. Για παράδειγμα, έχει οπτική ή ακουστική μνήμη; Πόσες πληροφορίες μπορεί να συγκρατήσει; Χρησιμοποιήστε στρατηγικές που εστιάζουν στο προσωπικό στυλ μάθησης του παιδιού σας.
7. Αποκλείστε μαθησιακές δυσκολίες. Για παράδειγμα, τα παιδιά με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής μπορεί να εμφανίσουν και μαθησιακές δυσκολίες. Αν, λοιπόν, το παιδί σας προσπαθεί αλλά παρόλα αυτά δεν αποδίδει, είναι σημαντικό να απευθυνθείτε στους δασκάλους του προκειμένου να περάσει τα ειδικά τεστ.
8. Αναθεωρήστε το πρόγραμμα του παιδιού. Το βεβαρημένο πρόγραμμα με εξωσχολικές δραστηριότητες είναι δυνατό να του αποσπά ενέργεια, χρόνο και συγκέντρωση.
9. Μην ξεχνάτε ποτέ να επιβραβεύετε την προσπάθεια και τον κόπο του. Αναδείξτε τομείς όπου πηγαίνει καλύτερα και εξωτερικεύστε του την ικανοποίησή σας γι’ αυτό. Αυτό ισχύει και για πράγματα εκτός σχολείου, όπως ένα σπορ.
10. Τηρήστε ένα πιστό πρόγραμμα μαζί με το παιδί σας ανεξάρτητα από την πορεία των βαθμών του. Χτίστε σχέση επικοινωνίας μαζί του και μαζί με τους δασκάλους του.
Πηγή: Health Central
Από Δήμητρα Βασιλείου
Saturday, December 7, 2013
Τα κοινά χαρακτηριστικά των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες
της Σοφίας Τσιντικόγλου, ειδική παιδαγωγός
Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζουν διάφορες δυσκολίες ως προς την μάθηση, χωρίς ωστόσο να είναι εντελώς ίδιες σε όλα τα παιδιά. Επιγραμματικά θα αναφέρω τα Δυσκολεύονται στις αλληλουχίες π.χ. να μάθουν τις μέρες, τους μήνες, τις εποχές, να βρίσκουν
μια λέξη στο λεξικό, να δένουν τα κορδόνια τους
Δυσκολεύονται στην ταξινόμηση, στην αποθήκευση και γενικά στην οργάνωση των πληροφοριών. π.χ. πολύ πιθανό να ξεχάσουν μια μεγάλη εντολή ή να παραλείψουν κάποιο μέρος της.
Εμφανίζουν ανώριμη και ανοργάνωτη συμπεριφορά π.χ. ένα δωμάτιο σε χάος, ανακατεμένα συρτάρια, σχολική τσάντα με τα μισά βιβλία απόντα ή με λάθος βιβλία.
Έχουν περιορισμένη συγκέντρωση προσοχής και κουράζονται πιο εύκολα
Δυσκολεύονται στην γραπτή αποτύπωση των σκέψεων τους, παρόλο που συνήθως έχουν καλό προφορικό λόγο και ατέλειωτη φαντασία.
Τα γραπτά τους είναι γεμάτα ορθογραφικά, συντακτικά και σημασιολογικά λάθη.
Δυσκολεύονται στην αριθμητική, κυρίως στην προπαίδεια και στη λύση προβλημάτων.
Παρουσιάζουν ιδιαίτερες ικανότητες σε διάφορους τομείς, όπως οι κατασκευές, το δημιουργικό παιχνίδι, η μουσική και τα μαθηματικά.
Δυσκολεύονται πολύ στην αντιγραφή από τον πίνακα. Μπορεί να φαίνεται απλό αλλά για έναν μαθητή με μαθησιακές δυσκολίες αυτό μπορεί να είναι τραγικό! Για αυτό συμβουλεύω τους δασκάλους να μειώνουν την ύλη αντιγραφής από τον πίνακα.
Όταν τους γίνεται μια ερώτηση απαντούν σχεδόν αυτόματα χωρίς να έχουν σκεφτεί πριν απαντήσουν.
Δεν αγαπούν ιδιαίτερα το σχολείο και τα μαθήματα, συχνά δείχνουν σημάδια απογοήτευσης, έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση λόγω της κακής επίδοσης στο σχολείο.
Κάνουν πολλή ώρα να κάνουν τις ασκήσεις για το σπίτι, είτε γιατί δυσκολεύονται να κατανοήσουν το περιεχόμενο των ασκήσεων τους είτε επειδή χαζεύουν!
Δεν κατανοούν το περιεχόμενο αυτού που διαβάζουν, με αποτέλεσμα να μην έχουν ιδέα του τι διάβασαν!! Αυτό σημαίνει ότι στα μαθήματα αποστήθισης, όπως η ιστορία ή η γεωγραφία, χρειάζονται βοήθεια. Πρέπει να τους φτιάχνετε σχεδιάγραμμα και να χρησιμοποιείτε λέξεις κλειδιά.
Ίσως να ξεχνούν γρήγορα κάτι που έχουν μάθει, χρειάζονται συχνές επαναλήψεις.
Ξεχνούν να σημειώσουν τις εργασίες για το σπίτι ή δεν προλαβαίνουν να τις σημειώσουν ειδικά αν είναι αντιγραφή από τον πίνακα.
Χάνουν ή ξεχνούν τα πράγματά τους. Συχνά κάποια βιβλία μένουν στο σχολείο, το ίδιο παθαίνει και η ζακέτα!
Όταν διαβάζουν
Αργούν να μάθουν τα γράμματα και το μηχανισμό της ανάγνωσης, δηλαδή τη σύνθεση των συλλαβών.
Μπερδεύουν γράμματα των οποίων οι ήχοι είναι φωνολογικά συγγενικοί, όπως γ-χ, φ-β, θ-δ ή που το σχήμα τους είναι παρόμοιο, δηλαδή π-τ, γ-χ, ξ-ζ.
Μαντεύουν λέξεις, παρασυρόμενα από κάποια γνωστή τους συλλαβή
Παραλείπουν γράμματα
Αντιμεταθέτουν και προσθέτουν συλλαβές ή γράμματα π.χ. μοβύλι, βιλβίο
Δυσκολεύονται να κρατούν τη σειρά που διαβάζουν, συχνά χάνονται ειδικά σε ένα μεγάλο κείμενο. Καλό είναι να δείχνουν με ένα μολύβι τη σειρά που διαβάζουν.
Δεν έχουν ρυθμό και στίξη στην ανάγνωση, διαβάζουν μονότονα, χωρίς χροιά.
Μαντεύουν λέξεις, παρασυρόμενα από κάποια γνωστή τους συλλαβή, και έτσι βλέπουν και διαβάζουν αλλιώτικες λέξεις!΄
Όταν γράφουν
Παραλείπουν γράμματα, συλλαβές ή λέξεις. Συχνό φαινόμενο ειδικά στις πολυσύλλαβες λέξεις.
Παραλείπουν τα σημεία στίξης ή τονίζουν λάθος συλλαβή
Δεν χρησιμοποιούν σωστά το κεφαλαίο
Αντικαθιστούν γράμματα που είναι φωνολογικά συγγενικά
Δεν κρατάνε αποστάσεις μεταξύ των λέξεων, συχνά τα γραπτά τους είναι λίγο έως πολύ δυσανάγνωστα επειδή κολλάνε τις λέξεις.
Οι προτάσεις τους δεν έχουν καλή δομή.
Το λεξιλόγιο είναι περιορισμένο.
Στις εκθέσεις γράφουν συνήθως λίγα πράγματα, κάποιες φορές μπερδεμένα.
Συχνά τα γράμματά τους είναι δυσανάγνωστα
Τα γραπτά τους συνήθως είναι γεμάτα ορθογραφικά λάθη, Παρόλο που γνωρίζουν τους κανόνες, τη στιγμή που γράφουν δεν τους θυμούνται.
Χρειάζονται συνέχεια επαναλήψεις των κανόνων γιατί δεν γενικεύουν εύκολα κανόνες.
Όσο για το αν υπάρχει εύκολος και αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης όλων αυτών των μαθησιακών δυσκολιών, το μόνο σίγουρο είναι ότι υπάρχουν διάφορες τεχνικές, προτάσεις και πρακτικές που ένας ειδικός παιδαγωγός μπορεί να μεταδώσει στο παιδί.
της Σοφίας Τσιντικόγλου
Saturday, November 30, 2013
Γονείς, είναι λάθος να διαβάζετε τα παιδιά σας
Αρθρογράφος: Δημήτρης Τσιριγώτης
Γονείς, είναι λάθος να διαβάζετε τα παιδιά σας Ένα από τα βασικότερα προβλήματα που ταλανίζουν το πολύπαθο χώρο της εκπαίδευσης είναι και η στάση των γονέων όσον
αφορά τη προετοιμασία των παιδιών (διάβασμα) για το σχολείο. Το φαινόμενο αυτό όσο περνάνε τα χρόνια τείνει να γίνει πιο έντονο. Ο γονέας λοιπόν είναι η πρώτη μορφή παραπαιδείας στην οποία συνηθίζει ένα παιδί και φυσικά ένας από τους βασικότερους λόγους που αργότερα ,όταν ο γονέας αδυνατεί πλέον να στηρίξει μαθησιακά το παιδί ,έρχεται σαν φυσικό επακόλουθο το φροντιστήριο ή το ιδιαίτερο μάθημα.
Οι γονείς πρέπει να καταλάβουν ότι αυτό που κάνουν έχει πολλές αρνητικές επιπτώσεις .
Καταρχάς έχουμε ακύρωση του εκπαιδευτικού έργου του δασκάλου ή του καθηγητή. Τα παιδιά αντί να σκέφτονται « πρέπει να προσέξω στο μάθημα γιατί εδώ είναι το μόνο μέρος για να μάθω» επαναπαύονταν στην ιδέα ότι στο σπίτι τα περιμένει το μεσημέρι η μαμά ή ο μπαμπάς για να τους τα πούνε καλύτερα. Έτσι τελικά φτάνουμε σε αυτό τον εκφυλισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας που επικρατεί σήμερα όπου τα παιδιά διδάσκονται στο σπίτι και εξετάζονται στο σχολείο.
Από την άλλη μεριά δημιουργείται στον εκπαιδευτικό μια εικονική πραγματικότητα της τάξης όπου όλοι σχεδόν οι μαθητές ¨τραβάνε¨ ενώ στην πραγματικότητα υπάρχει ένα σύστημα ¨βαριάς βιομηχανίας¨ από πίσω από γονείς που αφιερώνουν ατελείωτες ώρες για να έχουν τα παιδιά τους σε αυτό το επίπεδο. Έτσι ό εκπαιδευτικός ξεγελιέται από την γενική εικόνα της τάξης του και ανεβάζει κι άλλο το πήχη. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος όπου οι αδυναμίες του κάθε μαθητή δεν φτάνουν ποτέ στον εκπαιδευτικό αλλά μπαλώνονται όπως-όπως από τον γονέα.
Επίσης πολλοί γονείς μπαίνουν και στον πειρασμό να διαβάσουν τα παιδιά και στο παρακάτω μάθημα χαλώντας ένα από τα βασικότερα κίνητρα μάθησης : το στοιχείο της έκπληξης για το καινούργιο. Μετά μάλιστα αναρωτιούνται γιατί το παιδί τους βαριέται κατά την παράδοση. Οι γονείς αυτοί έχουν εντάξει στην καθημερινότητά τους το διάβασμα του παιδιού τους, αφού διαβάσουν πρώτα οι ίδιοι χρησιμοποιώντας και τα σχολικά βοηθήματα που κυκλοφορούν(τα οποία ,όχι τυχαία , απευθύνονται σε αυτούς παρά στα ίδια τα παιδιά) .
Φυσικό επακόλουθο ,υποκαθιστώντας τον εκπαιδευτικό του σχολείου ,είναι να συγκρίνονται με αυτόν και να καταφεύγουν συνήθως σε επικριτικά σχόλια για την επάρκεια του και μάλιστα μπροστά στο παιδί τους , ¨πυροβολώντας¨ το παιδαγωγικό πρότυπο από κοντινή απόσταση. Σε ακραίες μάλιστα περιπτώσεις απαιτούν από τον εκπαιδευτικό αυτόν να προσαρμοστεί ¨στο δικό τους τρόπο¨ και στη δική τους νοοτροπία για το διδασκαλία του μαθήματος. Και φυσικά ένας γονέας που έχει καταναλώσει τόσο χρόνο ,κόπο και συναίσθημα σε μια τέτοια επένδυση περιμένει και την ανάλογη ανταμοιβή, οπότε γίνεται ιδιαίτερα σκληρός όταν αυτή για κάποιους λόγους δεν αποδίδει. Τότε αφού μοιράσει ευθύνες ( στον εκπαιδευτικό και στο παιδί του) καταλήγει να ανεβάσει στροφές στην εκπαίδευση του παιδιού οδηγώντας το ,πολλές φορές, στην εξάντληση και στην απέχθεια για μάθηση.
Η μητέρα ή ο πατέρας παίζοντας το ρόλο του εκπαιδευτικού καταργεί ,έστω και προσωρινά ,τον ουσιαστικό του ρόλο , του γονιού. Έτσι γίνεται άσκοπη κατανάλωση χρόνου και ενέργειας που θα μπορούσαν να αφιερωθούν στην ανάπτυξη της σχέσης γονέας –παιδί .
Υπάρχουν πολλοί γονείς όπου ολόκληρη η σχέση τους με το παιδί εξαντλείται στην κατ’ οίκον εκπαίδευσή του .Οπότε η σχέση αυτή δεν καλλιεργείται σωστά και δεν ωριμάζει. Ο απογαλακτισμός του παιδιού εμποδίζεται με αυτόν τον τρόπο. Και αν ο γονέας βάζει σα προτεραιότητα την πραγματική και ολοκληρωμένη καλλιέργεια του παιδιού του θα μπορούσε να συζητήσει μαζί του , να παίξει και απλά να περάσει καλά μαζί του. Να κάνουν κάτι μαζί και να το μοιραστούν ξεφεύγοντας από το στερεότυπο του εκπαιδευτή – εκπαιδευόμενου. Το αξιοπερίεργο της υπόθεσης είναι το εξής: Πως γίνεται και όλοι σχεδόν οι γονείς να φτάνουν σε τέτοιο γνωστικό επίπεδο που να μπορούν να διαβάσουν τα παιδιά τους και μάλιστα και σε μαθήματα που είναι πολύ απαιτητικά όπως τα μαθηματικά ,η φυσική και τα αρχαία; Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα η γύμνια του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Όταν κυριαρχούν η αποστήθιση και οι φροντιστηριακού τύπου αυτοματισμοί τότε δεν είναι καθόλου δύσκολο ακόμα και για έναν ανειδίκευτο γονέα αφού παπαγαλίσει το μάθημα και με τη χρήση ενός σχολικού βοηθήματος να ζητήσει και από το παιδί του να τον μιμηθεί.
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι αν είχαμε διαφορετικά αναλυτικά προγράμματα όπου η μάθηση θα στηριζότανε στην κριτική σκέψη τότε ο γονέας δεν θα μπορούσε εύκολα να υποκαταστήσει τον εκπαιδευτικό. Είναι ,λοιπόν, άκρως επιτακτικό στα αναλυτικά προγράμματα να υπάρχει συμμετοχή κυρίως των μάχιμων εκπαιδευτικών ¨που μπαίνουν σε τάξη ¨ και που γνωρίζουν καλύτερα τα εκπαιδευτικά θέματα και όχι μόνο των γραφειοκρατών που απέχουν από την παιδαγωγική πραγματικότητα.
Έχοντας μιλήσει με πολλά παιδιά που τα διαβάζουν οι γονείς τους (συνήθως η μητέρα) καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα:
1) τα παιδιά το θεωρούν αναγκαίο κακό. Νιώθουν ότι χωρίς το διάβασμα των γονέων δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στα μαθήματα του σχολείου.
2) Δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να διαβάσουν μόνα τους.
3)Νιώθουν πολύ μεγάλη πίεση από το γονέα την ώρα που τα διαβάζει και μάλιστα διακατέχονται από πολύ αρνητικά συναισθήματα για κείνον την ώρα αυτή.
4)δεν έχουν αναπτύξει αρκετά τη κριτική σκέψη και έχουν συνηθίσει να μαθαίνουν με τη χρήση της αποστήθισης και της μίμησης.
5)Έχουν βραχυπρόθεσμη μνήμη στα όσα μαθαίνουν από τους γονείς τους
6)παραπονιούνται ότι οι γονείς ¨θέλουν και το και¨ για να είναι ευχαριστημένοι.
7)βαριούνται το μάθημα στην τάξη και δεν έχουν και σε ιδιαίτερη εκτίμηση τους εκπαιδευτικούς του σχολείου τους.
8)τρέμουν στην ιδέα μιας πιθανής σχολικής αποτυχίας τους κυρίως λόγω της απόρριψης που θα βίωναν από τους γονείς τους.
9)δεν το βλέπουν ως ένδειξη φροντίδας των γονέων απέναντι τους .
10)το βασικό κίνητρο τους για να είναι καλοί μαθητές είναι ¨για να μη φωνάζουν οι γονείς τους¨.
Αυτό που δεν συνειδητοποιούν οι γονείς είναι ότι δημιουργούν μια εξάρτηση στο παιδί τους και ουσιαστικά το μαθαίνουν να περπατάει υποβασταζόμενο από εκείνους. Έτσι αυτό έχει αρνητικές συνέπειες στο να μάθει να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις .Στα παιδιά αυτά υπάρχει συνήθως ένα έλλειμμα αυτοπεποίθησης και αυτενέργειας και νιώθουν ότι καταρρέουν στη παραμικρή σχολική ή μη αποτυχία. Η σωστή διαχείριση μιας ενδεχόμενης μελλοντικής αποτυχίας μαθαίνεται στο σχολείο κανονικά. Προϋποθέτει όμως ότι στο παιδί έχει επιτραπεί να αποτύχει μερικές φορές.
Οι γονείς που δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο στο παιδί τους και καταρρέουν οι ίδιοι όταν συμβαίνει ας γνωρίζουν ότι παίζουν με τη φωτιά. Είναι πολύ επικίνδυνη για τη ψυχική ισορροπία του παιδιού τους η στάση τους αυτή. Καμουφλάροντας συνεχώς τις αδυναμίες των παιδιών τους ,εκείνα ουσιαστικά δεν τις ξεπερνούν ποτέ. Οι γονείς οφείλουν να βάλουν σε δεύτερη μοίρα την κοινωνική καταξίωση και σε πρώτη την ψυχική ισορροπία και ευτυχία του παιδιού τους.
Τέλος οφείλουν να δείξουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα παιδιά τους και στους εκπαιδευτικούς. Ίσως τότε να εκπλαγούν από την βελτίωση των επιδόσεων και των δύο.
Δημήτρης Τσιριγώτης .Φυσικός
Γονείς, είναι λάθος να διαβάζετε τα παιδιά σας Ένα από τα βασικότερα προβλήματα που ταλανίζουν το πολύπαθο χώρο της εκπαίδευσης είναι και η στάση των γονέων όσον
αφορά τη προετοιμασία των παιδιών (διάβασμα) για το σχολείο. Το φαινόμενο αυτό όσο περνάνε τα χρόνια τείνει να γίνει πιο έντονο. Ο γονέας λοιπόν είναι η πρώτη μορφή παραπαιδείας στην οποία συνηθίζει ένα παιδί και φυσικά ένας από τους βασικότερους λόγους που αργότερα ,όταν ο γονέας αδυνατεί πλέον να στηρίξει μαθησιακά το παιδί ,έρχεται σαν φυσικό επακόλουθο το φροντιστήριο ή το ιδιαίτερο μάθημα.
Οι γονείς πρέπει να καταλάβουν ότι αυτό που κάνουν έχει πολλές αρνητικές επιπτώσεις .
Καταρχάς έχουμε ακύρωση του εκπαιδευτικού έργου του δασκάλου ή του καθηγητή. Τα παιδιά αντί να σκέφτονται « πρέπει να προσέξω στο μάθημα γιατί εδώ είναι το μόνο μέρος για να μάθω» επαναπαύονταν στην ιδέα ότι στο σπίτι τα περιμένει το μεσημέρι η μαμά ή ο μπαμπάς για να τους τα πούνε καλύτερα. Έτσι τελικά φτάνουμε σε αυτό τον εκφυλισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας που επικρατεί σήμερα όπου τα παιδιά διδάσκονται στο σπίτι και εξετάζονται στο σχολείο.
Από την άλλη μεριά δημιουργείται στον εκπαιδευτικό μια εικονική πραγματικότητα της τάξης όπου όλοι σχεδόν οι μαθητές ¨τραβάνε¨ ενώ στην πραγματικότητα υπάρχει ένα σύστημα ¨βαριάς βιομηχανίας¨ από πίσω από γονείς που αφιερώνουν ατελείωτες ώρες για να έχουν τα παιδιά τους σε αυτό το επίπεδο. Έτσι ό εκπαιδευτικός ξεγελιέται από την γενική εικόνα της τάξης του και ανεβάζει κι άλλο το πήχη. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος όπου οι αδυναμίες του κάθε μαθητή δεν φτάνουν ποτέ στον εκπαιδευτικό αλλά μπαλώνονται όπως-όπως από τον γονέα.
Επίσης πολλοί γονείς μπαίνουν και στον πειρασμό να διαβάσουν τα παιδιά και στο παρακάτω μάθημα χαλώντας ένα από τα βασικότερα κίνητρα μάθησης : το στοιχείο της έκπληξης για το καινούργιο. Μετά μάλιστα αναρωτιούνται γιατί το παιδί τους βαριέται κατά την παράδοση. Οι γονείς αυτοί έχουν εντάξει στην καθημερινότητά τους το διάβασμα του παιδιού τους, αφού διαβάσουν πρώτα οι ίδιοι χρησιμοποιώντας και τα σχολικά βοηθήματα που κυκλοφορούν(τα οποία ,όχι τυχαία , απευθύνονται σε αυτούς παρά στα ίδια τα παιδιά) .
Φυσικό επακόλουθο ,υποκαθιστώντας τον εκπαιδευτικό του σχολείου ,είναι να συγκρίνονται με αυτόν και να καταφεύγουν συνήθως σε επικριτικά σχόλια για την επάρκεια του και μάλιστα μπροστά στο παιδί τους , ¨πυροβολώντας¨ το παιδαγωγικό πρότυπο από κοντινή απόσταση. Σε ακραίες μάλιστα περιπτώσεις απαιτούν από τον εκπαιδευτικό αυτόν να προσαρμοστεί ¨στο δικό τους τρόπο¨ και στη δική τους νοοτροπία για το διδασκαλία του μαθήματος. Και φυσικά ένας γονέας που έχει καταναλώσει τόσο χρόνο ,κόπο και συναίσθημα σε μια τέτοια επένδυση περιμένει και την ανάλογη ανταμοιβή, οπότε γίνεται ιδιαίτερα σκληρός όταν αυτή για κάποιους λόγους δεν αποδίδει. Τότε αφού μοιράσει ευθύνες ( στον εκπαιδευτικό και στο παιδί του) καταλήγει να ανεβάσει στροφές στην εκπαίδευση του παιδιού οδηγώντας το ,πολλές φορές, στην εξάντληση και στην απέχθεια για μάθηση.
Η μητέρα ή ο πατέρας παίζοντας το ρόλο του εκπαιδευτικού καταργεί ,έστω και προσωρινά ,τον ουσιαστικό του ρόλο , του γονιού. Έτσι γίνεται άσκοπη κατανάλωση χρόνου και ενέργειας που θα μπορούσαν να αφιερωθούν στην ανάπτυξη της σχέσης γονέας –παιδί .
Υπάρχουν πολλοί γονείς όπου ολόκληρη η σχέση τους με το παιδί εξαντλείται στην κατ’ οίκον εκπαίδευσή του .Οπότε η σχέση αυτή δεν καλλιεργείται σωστά και δεν ωριμάζει. Ο απογαλακτισμός του παιδιού εμποδίζεται με αυτόν τον τρόπο. Και αν ο γονέας βάζει σα προτεραιότητα την πραγματική και ολοκληρωμένη καλλιέργεια του παιδιού του θα μπορούσε να συζητήσει μαζί του , να παίξει και απλά να περάσει καλά μαζί του. Να κάνουν κάτι μαζί και να το μοιραστούν ξεφεύγοντας από το στερεότυπο του εκπαιδευτή – εκπαιδευόμενου. Το αξιοπερίεργο της υπόθεσης είναι το εξής: Πως γίνεται και όλοι σχεδόν οι γονείς να φτάνουν σε τέτοιο γνωστικό επίπεδο που να μπορούν να διαβάσουν τα παιδιά τους και μάλιστα και σε μαθήματα που είναι πολύ απαιτητικά όπως τα μαθηματικά ,η φυσική και τα αρχαία; Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα η γύμνια του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Όταν κυριαρχούν η αποστήθιση και οι φροντιστηριακού τύπου αυτοματισμοί τότε δεν είναι καθόλου δύσκολο ακόμα και για έναν ανειδίκευτο γονέα αφού παπαγαλίσει το μάθημα και με τη χρήση ενός σχολικού βοηθήματος να ζητήσει και από το παιδί του να τον μιμηθεί.
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι αν είχαμε διαφορετικά αναλυτικά προγράμματα όπου η μάθηση θα στηριζότανε στην κριτική σκέψη τότε ο γονέας δεν θα μπορούσε εύκολα να υποκαταστήσει τον εκπαιδευτικό. Είναι ,λοιπόν, άκρως επιτακτικό στα αναλυτικά προγράμματα να υπάρχει συμμετοχή κυρίως των μάχιμων εκπαιδευτικών ¨που μπαίνουν σε τάξη ¨ και που γνωρίζουν καλύτερα τα εκπαιδευτικά θέματα και όχι μόνο των γραφειοκρατών που απέχουν από την παιδαγωγική πραγματικότητα.
Έχοντας μιλήσει με πολλά παιδιά που τα διαβάζουν οι γονείς τους (συνήθως η μητέρα) καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα:
1) τα παιδιά το θεωρούν αναγκαίο κακό. Νιώθουν ότι χωρίς το διάβασμα των γονέων δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στα μαθήματα του σχολείου.
2) Δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να διαβάσουν μόνα τους.
3)Νιώθουν πολύ μεγάλη πίεση από το γονέα την ώρα που τα διαβάζει και μάλιστα διακατέχονται από πολύ αρνητικά συναισθήματα για κείνον την ώρα αυτή.
4)δεν έχουν αναπτύξει αρκετά τη κριτική σκέψη και έχουν συνηθίσει να μαθαίνουν με τη χρήση της αποστήθισης και της μίμησης.
5)Έχουν βραχυπρόθεσμη μνήμη στα όσα μαθαίνουν από τους γονείς τους
6)παραπονιούνται ότι οι γονείς ¨θέλουν και το και¨ για να είναι ευχαριστημένοι.
7)βαριούνται το μάθημα στην τάξη και δεν έχουν και σε ιδιαίτερη εκτίμηση τους εκπαιδευτικούς του σχολείου τους.
8)τρέμουν στην ιδέα μιας πιθανής σχολικής αποτυχίας τους κυρίως λόγω της απόρριψης που θα βίωναν από τους γονείς τους.
9)δεν το βλέπουν ως ένδειξη φροντίδας των γονέων απέναντι τους .
10)το βασικό κίνητρο τους για να είναι καλοί μαθητές είναι ¨για να μη φωνάζουν οι γονείς τους¨.
Αυτό που δεν συνειδητοποιούν οι γονείς είναι ότι δημιουργούν μια εξάρτηση στο παιδί τους και ουσιαστικά το μαθαίνουν να περπατάει υποβασταζόμενο από εκείνους. Έτσι αυτό έχει αρνητικές συνέπειες στο να μάθει να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις .Στα παιδιά αυτά υπάρχει συνήθως ένα έλλειμμα αυτοπεποίθησης και αυτενέργειας και νιώθουν ότι καταρρέουν στη παραμικρή σχολική ή μη αποτυχία. Η σωστή διαχείριση μιας ενδεχόμενης μελλοντικής αποτυχίας μαθαίνεται στο σχολείο κανονικά. Προϋποθέτει όμως ότι στο παιδί έχει επιτραπεί να αποτύχει μερικές φορές.
Οι γονείς που δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο στο παιδί τους και καταρρέουν οι ίδιοι όταν συμβαίνει ας γνωρίζουν ότι παίζουν με τη φωτιά. Είναι πολύ επικίνδυνη για τη ψυχική ισορροπία του παιδιού τους η στάση τους αυτή. Καμουφλάροντας συνεχώς τις αδυναμίες των παιδιών τους ,εκείνα ουσιαστικά δεν τις ξεπερνούν ποτέ. Οι γονείς οφείλουν να βάλουν σε δεύτερη μοίρα την κοινωνική καταξίωση και σε πρώτη την ψυχική ισορροπία και ευτυχία του παιδιού τους.
Τέλος οφείλουν να δείξουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα παιδιά τους και στους εκπαιδευτικούς. Ίσως τότε να εκπλαγούν από την βελτίωση των επιδόσεων και των δύο.
Δημήτρης Τσιριγώτης .Φυσικός
Monday, November 25, 2013
Αν αγαπάτε τα παιδιά σας, χαρίστε τους την προσοχή σας
Από: Ζαχαρία Πηνελόπη
Όπως υποστηρίζει ο ψυχολόγος, συγγραφέας και δημοσιογράφος Ντάνιελ Γκόλμαν, στο βιβλίο του «Focus for Kids: Enhancing Concentration, Caring and Calm», το πιο σημαντικό πράγμα για ένα παιδί είναι να αισθάνεται ότι έχει την απόλυτη προσοχή των γονιών του. Κάθε βλέμμα, κάθε χαμόγελο, κάθε σχόλιο αποτελούν για εκείνο τη διαβεβαίωση ότι κάποιος νοιάζεται πραγματικά.
Σύμφωνα με τον ειδικό, τα παιδιά έχουν την ανάγκη να ξέρουν ότι υπάρχει κάποιος να τα προσέχει, να τα παρατηρεί, να τα φροντίζει, να νοιάζεται για όλα όσα νιώθουν και χρειάζονται. Πρόκειται για τη λεγόμενη «βάση ασφάλειας», όπως την έχει χαρακτηρίσει ο βρετανός παιδοψυχίατρος Τζον Μπόουλμπι, που αποτελεί την αφετηρία για να μπορέσει το παιδί να ανακαλύψει τον κόσμο: να μάθει, να τολμήσει, να δοκιμάσει. Αυτή η βάση ασφάλειας αντιπροσωπεύει τη «φωλιά» του, το μέρος στο οποίο μπορεί να καταφύγει κάθε φορά που οτιδήποτε εκεί έξω το τρομάξει ή το ξεπεράσει.
Τα παιδιά που έχουν αυτή τη βάση ασφάλειας, που ξέρουν ότι υπάρχει κάποιος που τα φροντίζει και τα προστατεύει, είναι και τα πιο κατάλληλα προετοιμασμένα για τη διαδικασία της μάθησης όταν φτάνει η ώρα του σχολείου: μπορούν να δίνουν την απαιτούμενη προσοχή στο δάσκαλό τους, να ελέγχουν τις ορμές τους, να ρουφάνε κυριολεκτικά τις γνώσεις.
Όπως εξηγεί ο δρ. Γκόλμαν, ο εγκέφαλος ενός νηπίου μπορεί να επεξεργαστεί καλύτερα μια νέα πληροφορία όταν σε αυτή τη διαδικασία εμπλέκεται κι ένας ενήλικος, π.χ. θα μάθει πιο εύκολα ένα ζώο αν του πείτε εσείς: «Πες μου πώς λέγεται αυτό το ζωάκι», παρά αν το αφήσετε να το ανακαλύψει μόνο του. Η προσοχή σας και το γεγονός ότι ασχολείστε μαζί του αποτελούν για εκείνο την κινητήριο δύναμη.
Και, φυσικά, δεν είναι απλά ότι τα παιδιά χρειάζονται την προσοχή μας… για εκείνα η απόλυτη προσοχή μας είναι η υπέρτατη εκδήλωση της αγάπης μας. Είναι σαν να τους λέμε σιωπηρά: «Εγώ είμαι εδώ για σένα». Είναι κάτι που στην πραγματικότητα όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, το αποζητούμε στη ζωή μας από τους ανθρώπους που είναι σημαντικοί για εμάς, έτσι δεν είναι;
Βέβαια, η προσοχή είναι μια σταθερή διανοητική ικανότητα, πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε τόση πολλή να δώσουμε. Όπως, όμως, τονίζει ο ειδικός, η πρόκληση για τους γονείς είναι μία: Να φροντίσουν να βεβαιωθούν ότι αρκετό από αυτό το πολύτιμο αγαθό όντως «φτάνει» στα παιδιά τους - αλλά και στους ίδιους, μεταξύ τους. Γιατί η αμοιβαία προσοχή του ενός στον άλλον αποτελεί το βασικό συστατικό και για μια αρμονική σχέση. Δεν πρόκειται να επιτευχθεί «χημεία», αν δεν αφιερώσουν οι δύο σύντροφοι την απόλυτη προσοχή τους στο έτερον ήμισυ. Και δεδομένων των αμέτρητων περισπασμών της καθημερινότητας, που μας αποπροσανατολίζουν διαρκώς, η ανάγκη μιας συνειδητής προσπάθειας να διαφυλάξουμε τέτοιες πολύτιμες στιγμές μεταξύ μας φαντάζει πιο επιβεβλημένη από ποτέ! Δεν συμφωνείτε;
Πηγή:www.imommy.gr
Thursday, November 14, 2013
Έρευνα: Οι φωνές των γονιών στους εφήβους προκαλούν προβλήματα
Σύμφωνα με τη μελέτη, η λεκτική βία -και όχι μόνον η σωματική- προς τους εφήβους, αυξάνει τον κίνδυνο οι νέοι να... εμφανίσουν κατάθλιψη, επιθετικότητα και άλλα προβλήματα συμπεριφοράς. Όπως επισημαίνουν οι Αμερικανοί ψυχολόγοι, μπορεί οι γονείς να μην δέρνουν πια τα παιδιά τους (τουλάχιστον όχι συχνά), όμως είναι λάθος η αντίληψή τους ότι αν βάλουν τις φωνές, θα πετύχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Μάλλον το αντίθετο θα συμβεί, σύμφωνα με την έρευνα. Οι ερευνητές των πανεπιστημίων του Πίτσμπουργκ και του Μίσιγκαν, με επικεφαλής τον καθηγητή ψυχολογίας Μινγκ-Τε Γουάνγκ, μελέτησαν για δύο χρόνια τις επιπτώσεις που είχαν οι φωνές σε παιδιά στην αρχή της εφηβείας (ηλικία 13- 14 ετών) σε περίπου 1.000 οικογένειες, σχεδόν οι μισές από τις οποίες παραδέχτηκαν ότι κατέφευγαν στη λεκτική βία για λόγους πειθαρχίας.
Όσο συχνότερα τα παιδιά δέχονταν το έντονο κατσάδιασμα των γονιών τους, τόσο περισσότερο εμφάνιζαν ψυχολογικά και άλλα προβλήματα συμπεριφοράς στη συνέχεια της εφηβείας (αδιαφορία στο σχολείο, καταφυγή στα ψέματα, κλοπές, εκρήξεις θυμού, συμπλοκές με άλλα παιδιά κλπ).
Σύμφωνα με τους Αμερικανούς ψυχολόγους η λεκτική βία, έστω κι αν γίνεται για καλό σκοπό εκ μέρους των γονιών, συχνά ανοίγει έναν φαύλο κύκλο αντιδράσεων από το παιδί, περισσότερων φωνών από τους γονείς κ.ο.κ., με συχνή κατάληξη τα πράγματα να γίνουν χειρότερα για όλους. «Τα ευρήματά μας εξηγούν γιατί μερικοί γονείς αισθάνονται πως όσο δυνατά κι αν φωνάξουν, τα παιδιά τους στην εφηβεία δεν τους ακούν.
Τα σκληρά λόγια φαίνονται αναποτελεσματικά στο να διορθώσουν τα προβλήματα συμπεριφοράς των νέων, στην πραγματικότητα ενισχύουν αυτές τις συμπεριφορές», δήλωσε ο Μινγκ-Τε Γουάνγκ. «Οι γονείς που θέλουν να αλλάξουν τη συμπεριφορά των παιδιών τους, θα ήταν καλύτερο να επικοινωνήσουν μαζί τους σε ισότιμο επίπεδο και να εξηγήσουν το σκεπτικό τους και τις ανησυχίες τους» πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ως λεκτική βία μπορεί να θεωρηθεί οποιαδήποτε ψυχολογική πίεση με θυμωμένα ή προσβλητικά λόγια προκειμένου το παιδί να νιώσει συναισθηματικά πληγωμένο, σε μια προσπάθεια να διορθωθεί ή να ελεγχθεί η συμπεριφορά του. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι δυνατές φωνές, τα ουρλιαχτά, οι βλαστήμιες, οι κατάρες, καθώς και οι πιο απλοί χαρακτηρισμοί των γονιών προς τα παιδιά, του τύπου «είσαι βλάκας» ή «τεμπέλης».
Η επίπτωση στα παιδιά, σύμφωνα με τη μελέτη, είναι άσχετη με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της οικογένειας. Επίσης, η λεκτική βία έχει επιπτώσεις στα παιδιά, ακόμα κι αν οι γονείς εκδηλώνουν παράλληλα τη συναισθηματική υποστήριξή τους και τη φροντίδα τους, καθώς οι έφηβοι είναι πιθανό να ερμηνεύσουν τις φωνές των γονιών τους ως απόρριψη ή περιφρόνηση, με συνέπεια να αναπτύξουν μια εχθρική στάση απέναντι στη σχέση τους με τους γονείς τους, αλλά και μια αρνητική εικόνα για τον ίδιο τον εαυτό τους. Όπως είπε ο Μινγκ-Τε Γουάνγκ, «είναι λάθος η εντύπωση ότι εφόσον υπάρχει ένας στενός δεσμός γονιών- παιδιού, ο έφηβος θα καταλάβει ότι «το κάνουν επειδή με αγαπούν».
Η εφηβεία είναι μια πολύ ευαίσθητη περίοδος, όταν τα παιδιά προσπαθούν να αναπτύξουν την ταυτότητα του εαυτού τους. Όταν τους φωνάζετε, αυτό πλήττει την αυτο-εικόνα τους. Τους κάνει να νιώθουν πως δεν είναι ικανά, ότι είναι άχρηστα και ανάξια». Ο καθηγητής παιδοψυχιατρικής Τίμοθι Βέρντουιν του Ιατρικού Kέντρου Langone του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης επισήμανε ότι είναι προτιμότερο οι γονείς να επεμβαίνουν στα παιδιά τους (π.χ. θα δεις λιγότερη τηλεόραση), χωρίς να χρησιμοποιούν επικριτικά, τιμωρητικά και προσβλητικά λόγια. «Ένας έφηβος αισθάνεται πιο υπεύθυνος για τη συμπεριφορά του, όταν τον διορθώνει κάποιος (π.χ. ο γονιός του), τον οποίο σέβεται και θαυμάζει. Αντίθετα, οτιδήποτε κάνετε που επιτιμά και ντροπιάζει ένα παιδί, αυτό υποσκάπτει τη δύναμη που έχετε ως γονείς».
Πηγή: http://gr.omg.yahoo.com
Subscribe to:
Posts (Atom)

-
Έρευνες έχουν δείξει ότι η διάθεση για ανάγνωση μειώνεται σταδιακά καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν και αυτό συνήθως οφείλετε σε έλλειψη ε...
-
By Michael McWatters on April 30, 2016 in TED-Ed Lessons At the start of Autism Acceptance Month, author Steve Silberman spoke to the...